σπειρίον: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_22)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''σπειρίον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[σπεῖρον]], ἐλαφρόν, θερινὸν [[ἱμάτιον]], Ξεν. Ἑλλ. 4. 5, 4. ΙΙ. ὑποκορ. τοῦ [[σπεῖρα]] (8), ἡ βάσις κίονος, Ἥρων Αὐτοματ. 246C.
|lstext='''σπειρίον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[σπεῖρον]], ἐλαφρόν, θερινὸν [[ἱμάτιον]], Ξεν. Ἑλλ. 4. 5, 4. ΙΙ. ὑποκορ. τοῦ [[σπεῖρα]] (8), ἡ βάσις κίονος, Ἥρων Αὐτοματ. 246C.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />petite bande de toile, vêtement léger.<br />'''Étymologie:''' [[σπεῖρον]].
}}
}}