ἀκαλαρρείτης: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_19)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκᾰλαρρείτης''': -ου, ὁ, ([[ἀκαλός]], ῥέω) = μαλακῶς, ἡσύχως ῥέων, [[ἀκύμαντος]], ἐπίθ. τοῦ Ὠκεανοῦ, Ἰλ. Η. 422, Ὀδ. Τ. 434: - ἐν Ὀρφ. Ἀργ. 1185, ἀκᾰλάρροος, ον.
|lstext='''ἀκᾰλαρρείτης''': -ου, ὁ, ([[ἀκαλός]], ῥέω) = μαλακῶς, ἡσύχως ῥέων, [[ἀκύμαντος]], ἐπίθ. τοῦ Ὠκεανοῦ, Ἰλ. Η. 422, Ὀδ. Τ. 434: - ἐν Ὀρφ. Ἀργ. 1185, ἀκᾰλάρροος, ον.
}}
{{bailly
|btext=αο;<br /><i>adj.</i><br />qui coule doucement, silencieusement.<br />'''Étymologie:''' [[ἀκαλός]], [[ῥέω]].
}}
}}