ἀκροχορδών: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_19)
(Bailly1_1)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκροχορδών''': -όνος, ἡ, ([[χορδή]]) [[σάρκωμα]] ἔχον [[λεπτὸν]] λαιμὸν (κρεατοελῃά), Ἱππ. Ἀφ. 1248, Πλουτ. Φαβ. 1, Γαλην., κτλ., διακρίνεται δὲ τοῦ ὀνόματος μυρμήκια, τά, Παῦλ. Αἰγ. 4. 15.
|lstext='''ἀκροχορδών''': -όνος, ἡ, ([[χορδή]]) [[σάρκωμα]] ἔχον [[λεπτὸν]] λαιμὸν (κρεατοελῃά), Ἱππ. Ἀφ. 1248, Πλουτ. Φαβ. 1, Γαλην., κτλ., διακρίνεται δὲ τοῦ ὀνόματος μυρμήκια, τά, Παῦλ. Αἰγ. 4. 15.
}}
{{bailly
|btext=όνος (τό) :<br />verrue avec une petite queue mince.<br />'''Étymologie:''' [[ἄκρος]], [[χορδή]].
}}
}}