ἀκρότομος: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_15)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκρότομος''': -ον, ([[τέμνω]]) = ὁ [[ὀξέως]] ἀποτετμημένος, [[προσάντης]], [[ἀπότομος]], ἐπὶ κρημνοῦ, Πολύβ. 9. 27, 4, Φίλων 1. 82· ἡ ἀκρ., (ἐνν. [[πέτρα]]), Ἑβδ. (Ψαλμ. ριγ΄, 8· πρβλ. Ἰὼβ κη΄, 9, Δευτερ. 8. 15): ἐπὶ λίθου, [[ὀξύς]], Θεόδοτ. Ἔξοδ. 4. 25.
|lstext='''ἀκρότομος''': -ον, ([[τέμνω]]) = ὁ [[ὀξέως]] ἀποτετμημένος, [[προσάντης]], [[ἀπότομος]], ἐπὶ κρημνοῦ, Πολύβ. 9. 27, 4, Φίλων 1. 82· ἡ ἀκρ., (ἐνν. [[πέτρα]]), Ἑβδ. (Ψαλμ. ριγ΄, 8· πρβλ. Ἰὼβ κη΄, 9, Δευτερ. 8. 15): ἐπὶ λίθου, [[ὀξύς]], Θεόδοτ. Ἔξοδ. 4. 25.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> coupé <i>ou</i> taillé à son extrémité;<br /><b>2</b> abrupt escarpé (roc, précipice, <i>etc.</i>) ; poli, lisse, uni <i>en parl. de rocs, marbres, etc. fendus à pic</i> ; très dur.<br />'''Étymologie:''' [[ἄκρος]], [[τέμνω]].
}}
}}