ἀμάχητος: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_16)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμάχητος''': -ον, [[ἀπροσμάχητος]], ἀἠττητος, Σοφ. Φ. 198. ΙΙ. ὁ μὴ λαβὼν [[μέρος]] εἰς μάχην, Ξεν. Κύρ. 6. 4, 14‧ ἀμ. [[ὄλεθρος]], καταστροφὴ [[ἄνευ]] μάχης, Λυσ. (;) Ἀποσπ. 99‧ πρβλ. [[ἄμαχος]].
|lstext='''ἀμάχητος''': -ον, [[ἀπροσμάχητος]], ἀἠττητος, Σοφ. Φ. 198. ΙΙ. ὁ μὴ λαβὼν [[μέρος]] εἰς μάχην, Ξεν. Κύρ. 6. 4, 14‧ ἀμ. [[ὄλεθρος]], καταστροφὴ [[ἄνευ]] μάχης, Λυσ. (;) Ἀποσπ. 99‧ πρβλ. [[ἄμαχος]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> contre qui l’on ne peut pas lutter;<br /><b>2</b> qui n’a pas encore combattu.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[μάχομαι]].
}}
}}