3,273,773
edits
(6_12) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀλωπεκίς''': -ίδος, ἡ, νόθον [[ζῷον]] μικτοῦ γένους ἐκ κυνὸς καὶ ἀλώπεκος, = [[κυναλώπηξ]], Ξεν. Κυν. 3, 1. ΙΙ. [[κάλυμμα]] τῆς κεφαλῆς ἐκ δέρματος ἀλώπεκος, Ξεν. Ἀν. 7. 4, 4. ΙΙΙ. [[εἶδος]] ἀμπέλου, ἧς οἱ βότρυες ὁμοιάζουσιν οὐρᾷ ἀλώπεκος, Πλιν. Φυσ. Ἱστ. 14. 4, 9. | |lstext='''ἀλωπεκίς''': -ίδος, ἡ, νόθον [[ζῷον]] μικτοῦ γένους ἐκ κυνὸς καὶ ἀλώπεκος, = [[κυναλώπηξ]], Ξεν. Κυν. 3, 1. ΙΙ. [[κάλυμμα]] τῆς κεφαλῆς ἐκ δέρματος ἀλώπεκος, Ξεν. Ἀν. 7. 4, 4. ΙΙΙ. [[εἶδος]] ἀμπέλου, ἧς οἱ βότρυες ὁμοιάζουσιν οὐρᾷ ἀλώπεκος, Πλιν. Φυσ. Ἱστ. 14. 4, 9. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ίδος (ἡ) :<br /><i>s.e.</i> [[δορά]];<br />casquette en peau de renard.<br />'''Étymologie:''' [[ἀλώπηξ]]. | |||
}} | }} |