ἀμφικρέμαμαι: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_20)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμφικρέμαμαι''': παθ., κρέμαμαι ὁλόγυρα, φρένας ἀμφικρέμανται ἐλπίδες Πινδ. 1. 2. 64, πρβλ. Ο. 7. 44.
|lstext='''ἀμφικρέμαμαι''': παθ., κρέμαμαι ὁλόγυρα, φρένας ἀμφικρέμανται ἐλπίδες Πινδ. 1. 2. 64, πρβλ. Ο. 7. 44.
}}
{{bailly
|btext=être suspendu autour de <i>ou</i> sur, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ἀμφί]], [[κρέμαμαι]].
}}
}}