ἄμητος: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_3)
(Bailly1_1)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄμητος''': [ᾱ], ὁ, ([[ἀμάω]]) ὁ [[θερισμός]], Ἰλ. Τ. 223 ([[ἔνθα]] κεῖται μεταφ. ἐπὶ σφαγῆς). 2) [[θέρος]], ὁ καιρὸς τοῦ θερισμοῦ, Ἡσ. Ἔργα κ. Ἡμ. 382, 573, Ἡρόδ. 2. 14, 4. 42 καὶ παρὰ μεταγ. πεζοῖς. ΙΙ. ἡ ἐκ τοῦ θερισμοῦ συγκομιδὴ ἢ ὁ ἀγρὸς [[μετὰ]] τὸν θερισμόν, Λατ. seges, Διον. Π. 194, Ἄρατ. 1097: καὶ μετ’ ἄλλου οὐσ. ληΐοιο ἀμήτοιο Ὀππ. Κ. Ι. 527: ― μεταφ. ἐπὶ πώγωνος (τὸ τοῦ Σαιξπήρου chin new-reaped, «νεοθέριστο πηγοῦνι»), Ἀνθ. Π. 11. 368. ― Οἱ ἀκριβέστεροι τῶν γραμματικῶν ποιοῦσι διάκρισιν κατὰ τὸν τονισμόν, γράφοντες καὶ εἰς τὰς λέξεις: τρύγητος καὶ [[τρυγητός]], σπόρητος καὶ [[σπορητός]], κτλ. Ἀρκάδ. 81, Ἐτυμολ. Μ. 83, κτλ. ἐνῷ ὁ Ἀμμώνιος λέγει ἀκριβῶς τὸ ἀντίστροφον. Εὔλογος κανὼν φαίνεται ὁ ἑξῆς: ὅτι ἐν τῇ σημασίᾳ Ι. ἡ [[λέξις]] [[εἶναι]] οὐσιαστ., καὶ [[ἑπομένως]] πρέπει νὰ γράφηται [[ἄμητος]]· ἐν δὲ τῇ ΙΙ. [[σημασία]] [[εἶναι]] ἐπίθετον (ὑπακουομένου τοῦ καρπός, [[σῖτος]]) καὶ [[ἑπομένως]] ἀμητός: ἴδε ἐπὶ πᾶσι Spitzn. Excurs XXX, εἰς Ἰλ.
|lstext='''ἄμητος''': [ᾱ], ὁ, ([[ἀμάω]]) ὁ [[θερισμός]], Ἰλ. Τ. 223 ([[ἔνθα]] κεῖται μεταφ. ἐπὶ σφαγῆς). 2) [[θέρος]], ὁ καιρὸς τοῦ θερισμοῦ, Ἡσ. Ἔργα κ. Ἡμ. 382, 573, Ἡρόδ. 2. 14, 4. 42 καὶ παρὰ μεταγ. πεζοῖς. ΙΙ. ἡ ἐκ τοῦ θερισμοῦ συγκομιδὴ ἢ ὁ ἀγρὸς [[μετὰ]] τὸν θερισμόν, Λατ. seges, Διον. Π. 194, Ἄρατ. 1097: καὶ μετ’ ἄλλου οὐσ. ληΐοιο ἀμήτοιο Ὀππ. Κ. Ι. 527: ― μεταφ. ἐπὶ πώγωνος (τὸ τοῦ Σαιξπήρου chin new-reaped, «νεοθέριστο πηγοῦνι»), Ἀνθ. Π. 11. 368. ― Οἱ ἀκριβέστεροι τῶν γραμματικῶν ποιοῦσι διάκρισιν κατὰ τὸν τονισμόν, γράφοντες καὶ εἰς τὰς λέξεις: τρύγητος καὶ [[τρυγητός]], σπόρητος καὶ [[σπορητός]], κτλ. Ἀρκάδ. 81, Ἐτυμολ. Μ. 83, κτλ. ἐνῷ ὁ Ἀμμώνιος λέγει ἀκριβῶς τὸ ἀντίστροφον. Εὔλογος κανὼν φαίνεται ὁ ἑξῆς: ὅτι ἐν τῇ σημασίᾳ Ι. ἡ [[λέξις]] [[εἶναι]] οὐσιαστ., καὶ [[ἑπομένως]] πρέπει νὰ γράφηται [[ἄμητος]]· ἐν δὲ τῇ ΙΙ. [[σημασία]] [[εἶναι]] ἐπίθετον (ὑπακουομένου τοῦ καρπός, [[σῖτος]]) καὶ [[ἑπομένως]] ἀμητός: ἴδε ἐπὶ πᾶσι Spitzn. Excurs XXX, εἰς Ἰλ.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> moisson;<br /><b>2</b> temps de la moisson.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμάω]].
}}
}}