3,277,172
edits
(6_7) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀναλδής''': -ές, ([[ἀλδαίνω]]) ὁ μὴ προκόπτων, ὁ μὴ [[καλῶς]] ἀναπτυσσόμενος, «οἵ τε καρποὶ οἱ γινόμενοι αὐτέοισι πάντες ἀναλδέες [[εἰσί]]», «ἀναυξεῖς» Ἐρωτιαν., κοιν. «ἀρρωστιάρικοι», Ἱππ. περὶ Ἀέρ. LXXXIII, ἔκδ. Κοραῆ. Ἴδε σημ. τοῦ [[αὐτοῦ]] ἐν Β΄ τόμ. Γαλλ. ἔκδ. σ. 233· πρβλ. Ἀριστοφ. Σφ. 1045. 2) ἐνεργ., ὁ παρακωλύων τὴν αὔξησιν, Ἄρατ. 333. | |lstext='''ἀναλδής''': -ές, ([[ἀλδαίνω]]) ὁ μὴ προκόπτων, ὁ μὴ [[καλῶς]] ἀναπτυσσόμενος, «οἵ τε καρποὶ οἱ γινόμενοι αὐτέοισι πάντες ἀναλδέες [[εἰσί]]», «ἀναυξεῖς» Ἐρωτιαν., κοιν. «ἀρρωστιάρικοι», Ἱππ. περὶ Ἀέρ. LXXXIII, ἔκδ. Κοραῆ. Ἴδε σημ. τοῦ [[αὐτοῦ]] ἐν Β΄ τόμ. Γαλλ. ἔκδ. σ. 233· πρβλ. Ἀριστοφ. Σφ. 1045. 2) ἐνεργ., ὁ παρακωλύων τὴν αὔξησιν, Ἄρατ. 333. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> qui ne croît pas, qui reste petit <i>ou</i> chétif;<br /><b>2</b> qui arrête la croissance.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[ἀλδαίνω]]. | |||
}} | }} |