ἀναλδής: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_7)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναλδής''': -ές, ([[ἀλδαίνω]]) ὁ μὴ προκόπτων, ὁ μὴ [[καλῶς]] ἀναπτυσσόμενος, «οἵ τε καρποὶ οἱ γινόμενοι αὐτέοισι πάντες ἀναλδέες [[εἰσί]]», «ἀναυξεῖς» Ἐρωτιαν., κοιν. «ἀρρωστιάρικοι», Ἱππ. περὶ Ἀέρ. LXXXIII, ἔκδ. Κοραῆ. Ἴδε σημ. τοῦ [[αὐτοῦ]] ἐν Β΄ τόμ. Γαλλ. ἔκδ. σ. 233· πρβλ. Ἀριστοφ. Σφ. 1045. 2) ἐνεργ., ὁ παρακωλύων τὴν αὔξησιν, Ἄρατ. 333.
|lstext='''ἀναλδής''': -ές, ([[ἀλδαίνω]]) ὁ μὴ προκόπτων, ὁ μὴ [[καλῶς]] ἀναπτυσσόμενος, «οἵ τε καρποὶ οἱ γινόμενοι αὐτέοισι πάντες ἀναλδέες [[εἰσί]]», «ἀναυξεῖς» Ἐρωτιαν., κοιν. «ἀρρωστιάρικοι», Ἱππ. περὶ Ἀέρ. LXXXIII, ἔκδ. Κοραῆ. Ἴδε σημ. τοῦ [[αὐτοῦ]] ἐν Β΄ τόμ. Γαλλ. ἔκδ. σ. 233· πρβλ. Ἀριστοφ. Σφ. 1045. 2) ἐνεργ., ὁ παρακωλύων τὴν αὔξησιν, Ἄρατ. 333.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> qui ne croît pas, qui reste petit <i>ou</i> chétif;<br /><b>2</b> qui arrête la croissance.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[ἀλδαίνω]].
}}
}}