ἀναρμοστέω: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_6)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναρμοστέω''': εἶμαι [[ἀνάρμοστος]], δὲν προσαρμόζομαι, δὲν [[ἁρμόζω]], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[ἁρμόττω]], μ. δοτ. ἆρα ἃ νῦν διήλθομεν εἰς μὲν τὸ τοῦ ἀγαθοῦ [[ἴχνος]] ἡμῖν ἁρμόττει, τῷ δὲ τοῦ κακοῦ ἀναρμοστεῖ; Πλάτ. Πολ. 462Α, [[πρός]] τι, τὰ μὲν ἀναρμοστεῖ που πρὸς ἄλληλα, τὰ δὲ ξυναρμόττει Σοφ. 253Α· ἐπὶ μουσικῶν ὀργάνων, παραφώνως ἠχῶ, [[κάμνω]] παραφωνίας, Heind. Πλάτ. Γοργ. 482Β.
|lstext='''ἀναρμοστέω''': εἶμαι [[ἀνάρμοστος]], δὲν προσαρμόζομαι, δὲν [[ἁρμόζω]], κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ [[ἁρμόττω]], μ. δοτ. ἆρα ἃ νῦν διήλθομεν εἰς μὲν τὸ τοῦ ἀγαθοῦ [[ἴχνος]] ἡμῖν ἁρμόττει, τῷ δὲ τοῦ κακοῦ ἀναρμοστεῖ; Πλάτ. Πολ. 462Α, [[πρός]] τι, τὰ μὲν ἀναρμοστεῖ που πρὸς ἄλληλα, τὰ δὲ ξυναρμόττει Σοφ. 253Α· ἐπὶ μουσικῶν ὀργάνων, παραφώνως ἠχῶ, [[κάμνω]] παραφωνίας, Heind. Πλάτ. Γοργ. 482Β.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />n’être pas d’accord : τινι, [[πρός]] [[τι]] avec qch ; <i>abs.</i> n’être pas accordé <i>en parl. d’instrument de musique</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνάρμοστος]].
}}
}}