3,277,114
edits
(6_18) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνεξεύρετος''': -ον, ὃν δὲν δύναται νὰ εὕρῃ τις, τοῦ δὲ ἄλλου ὄχλου [[ἀνεύρετος]] [[ἀριθμὸς]] Θουκ. 3. 87, πρβλ. Ἀριστ. π. Κόσμ. 2, 8. | |lstext='''ἀνεξεύρετος''': -ον, ὃν δὲν δύναται νὰ εὕρῃ τις, τοῦ δὲ ἄλλου ὄχλου [[ἀνεύρετος]] [[ἀριθμὸς]] Θουκ. 3. 87, πρβλ. Ἀριστ. π. Κόσμ. 2, 8. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qu’on ne peut parvenir à trouver ; incalculable.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[ἐξευρίσκω]]. | |||
}} | }} |