ἀνεξεύρετος: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_18)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνεξεύρετος''': -ον, ὃν δὲν δύναται νὰ εὕρῃ τις, τοῦ δὲ ἄλλου ὄχλου [[ἀνεύρετος]] [[ἀριθμὸς]] Θουκ. 3. 87, πρβλ. Ἀριστ. π. Κόσμ. 2, 8.
|lstext='''ἀνεξεύρετος''': -ον, ὃν δὲν δύναται νὰ εὕρῃ τις, τοῦ δὲ ἄλλου ὄχλου [[ἀνεύρετος]] [[ἀριθμὸς]] Θουκ. 3. 87, πρβλ. Ἀριστ. π. Κόσμ. 2, 8.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qu’on ne peut parvenir à trouver ; incalculable.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[ἐξευρίσκω]].
}}
}}