ἀνελέγχω: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_13b)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνελέγχω''': μέλλ. -έγξω, [[ἐξελέγχω]], παθ. ἐξελέγχομαι, φανερώνομαι ὡς πράξας ἄτοπόν τι, [[οἷον]] [[οἷον]] ἀνελέγχομαι Εὐρ. Ἴων. 1470.
|lstext='''ἀνελέγχω''': μέλλ. -έγξω, [[ἐξελέγχω]], παθ. ἐξελέγχομαι, φανερώνομαι ὡς πράξας ἄτοπόν τι, [[οἷον]] [[οἷον]] ἀνελέγχομαι Εὐρ. Ἴων. 1470.
}}
{{bailly
|btext=accuser.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[ἐλέγχω]].
}}
}}