ἀνατρέχω: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_13b)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνατρέχω''': μέλλ. -θρέξομαι, [[ὡσαύτως]] -δραμοῦνται, ποιητ. γ΄ ἑν. -δράμεται, Ἀνθ. Π. 9. 575: (ἴδε [[τρέχω]]): Τρέχω εἰς τὰ [[ὀπίσω]], ὁ μὲν [[αὖθις]] ἀνέδραμε Ἰλ. Π. 813, πρβλ. 11, 354· ἀνὰ τ’ ἔδραμ’ [[ὀπίσσω]] Ε. 599· ὑποχωρῶ, ἀποσύρομαι, ἐπὶ τῆς θαλάσσης ἐν ἀμπώτιδι, Πλούτ. 2. 915A: [[ἐπιστρέφω]], [[ἐπανέρχομαι]] εἰς ἢ ἐπί τι Πολύβ. 2. 67, 6., 5. 40, 4, Πλούτ., κτλ.: - Ἐπιστρέφω εἰς τὴν προτέραν μου θέσιν, Διόδ. 20. 59. 2) [[ὑπάγω]] [[ὀπίσω]], [[ἀνατρέχω]], ἐν τῇ διηγήσει, ἀν. τοῖς χρόνοις Πολύβ. 1. 12, 6 κτλ. 3) μετ’ αἰτιατ., [[ἀνιχνεύω]], ἀναζητῶ, [[ἐπάνειμι]], ἐξ ἀρχῆς [[ἐπαναλαμβάνω]], Λατ. repetere· [[κῦδος]] ἀνέδραμον ὕμνῳ Πινδ. Ο. 8. 72· [[ἀναλύω]], Μενάνδ. 2. 2C, ΙΙ. ἀναπηδῶ καὶ [[τρέχω]], ἀνασκιρτῶ· ἐπὶ ἀνθρώπων, ἀναδραμὼν ἔθεε Ἡρόδ. 3. 36· ἐκ τῆς κοίτης, ἐκ τοῦ θρόνου ὁ αὐτ. 7. 15, 212· πρὸς τὰ μετέωρα Θουκ. 3. 89, πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 4. 4, 4. 2) ἐπὶ πραγμάτων, [[ἐγκέφαλος]] δέ ... ἀνέδραμεν ἐξ ὠτειλῆς, ὁ [[ἐγκέφαλος]] ἀνεπήδησε, «ἐπετάχθηκαν [[ἐπάνω]]», ἐκ τῆς πληγῆς, Ἰλ. P. 297· σμώδιγγες … ἀνέδραμον, ἀνεφάνησαν ἐκ τοῦ κτυπήματος, Ψ. 717: - ἐπεκτείνομαι, ἐξαπλοῦμαι, τὸ [[πάθος]] ἀν. ἐπὶ τὴν χεῖρα Πλούτ. 2. 978C· ἀν. [[ἔρευθος]] Καλλ. Λουτρ. Παλλ. 27. 3) [[βλαστάνω]], «μεγαλώνω», ἀναδίδω· ἐπὶ φυτῶν, ὁ δ’ ἀνέδραμεν ἔρνεϊ ἶσος Ἰλ. Σ. 56, πρβλ. Ἡρόδ. 8. 55: - [[ἐντεῦθεν]] ἐπὶ [[πόλεων]] καὶ λαῶν, ἀναφαίνομαι, ἀναπτύσσομαι [[ταχέως]], ἀνά τε [[ἔδραμον]] ... καὶ εὐθηνήθησαν Ἡρόδ. 1. 66, πρβλ. 7. 156· ἀν. εἰς [[ἀξίωμα]] Πλουτ. Ποπλικ. 21· ἀν. τοῖς βίοις, ταῖς ἐλπίσι Διόδ. 5.12, κτλ.· ἀν. ἡ [[πολυτέλεια]], αὐξανεται, Πλουτ. Μάρ. 34. 4) λισσὴ δ’ ἀναδέδρομε πέτρη, ἡ [[πέτρα]] ὑψοῦτο [[ἀπότομος]], Ὀδ. Ε. 412.
|lstext='''ἀνατρέχω''': μέλλ. -θρέξομαι, [[ὡσαύτως]] -δραμοῦνται, ποιητ. γ΄ ἑν. -δράμεται, Ἀνθ. Π. 9. 575: (ἴδε [[τρέχω]]): Τρέχω εἰς τὰ [[ὀπίσω]], ὁ μὲν [[αὖθις]] ἀνέδραμε Ἰλ. Π. 813, πρβλ. 11, 354· ἀνὰ τ’ ἔδραμ’ [[ὀπίσσω]] Ε. 599· ὑποχωρῶ, ἀποσύρομαι, ἐπὶ τῆς θαλάσσης ἐν ἀμπώτιδι, Πλούτ. 2. 915A: [[ἐπιστρέφω]], [[ἐπανέρχομαι]] εἰς ἢ ἐπί τι Πολύβ. 2. 67, 6., 5. 40, 4, Πλούτ., κτλ.: - Ἐπιστρέφω εἰς τὴν προτέραν μου θέσιν, Διόδ. 20. 59. 2) [[ὑπάγω]] [[ὀπίσω]], [[ἀνατρέχω]], ἐν τῇ διηγήσει, ἀν. τοῖς χρόνοις Πολύβ. 1. 12, 6 κτλ. 3) μετ’ αἰτιατ., [[ἀνιχνεύω]], ἀναζητῶ, [[ἐπάνειμι]], ἐξ ἀρχῆς [[ἐπαναλαμβάνω]], Λατ. repetere· [[κῦδος]] ἀνέδραμον ὕμνῳ Πινδ. Ο. 8. 72· [[ἀναλύω]], Μενάνδ. 2. 2C, ΙΙ. ἀναπηδῶ καὶ [[τρέχω]], ἀνασκιρτῶ· ἐπὶ ἀνθρώπων, ἀναδραμὼν ἔθεε Ἡρόδ. 3. 36· ἐκ τῆς κοίτης, ἐκ τοῦ θρόνου ὁ αὐτ. 7. 15, 212· πρὸς τὰ μετέωρα Θουκ. 3. 89, πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 4. 4, 4. 2) ἐπὶ πραγμάτων, [[ἐγκέφαλος]] δέ ... ἀνέδραμεν ἐξ ὠτειλῆς, ὁ [[ἐγκέφαλος]] ἀνεπήδησε, «ἐπετάχθηκαν [[ἐπάνω]]», ἐκ τῆς πληγῆς, Ἰλ. P. 297· σμώδιγγες … ἀνέδραμον, ἀνεφάνησαν ἐκ τοῦ κτυπήματος, Ψ. 717: - ἐπεκτείνομαι, ἐξαπλοῦμαι, τὸ [[πάθος]] ἀν. ἐπὶ τὴν χεῖρα Πλούτ. 2. 978C· ἀν. [[ἔρευθος]] Καλλ. Λουτρ. Παλλ. 27. 3) [[βλαστάνω]], «μεγαλώνω», ἀναδίδω· ἐπὶ φυτῶν, ὁ δ’ ἀνέδραμεν ἔρνεϊ ἶσος Ἰλ. Σ. 56, πρβλ. Ἡρόδ. 8. 55: - [[ἐντεῦθεν]] ἐπὶ [[πόλεων]] καὶ λαῶν, ἀναφαίνομαι, ἀναπτύσσομαι [[ταχέως]], ἀνά τε [[ἔδραμον]] ... καὶ εὐθηνήθησαν Ἡρόδ. 1. 66, πρβλ. 7. 156· ἀν. εἰς [[ἀξίωμα]] Πλουτ. Ποπλικ. 21· ἀν. τοῖς βίοις, ταῖς ἐλπίσι Διόδ. 5.12, κτλ.· ἀν. ἡ [[πολυτέλεια]], αὐξανεται, Πλουτ. Μάρ. 34. 4) λισσὴ δ’ ἀναδέδρομε πέτρη, ἡ [[πέτρα]] ὑψοῦτο [[ἀπότομος]], Ὀδ. Ε. 412.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> [[ἀναδραμοῦμαι]], <i>etc.</i><br /><b>I.</b> ([[ἀνά]], en haut);<br /><b>1</b> courir en haut : πρὸς τὰ μετέωρα THC s’élancer en courant vers les hauteurs;<br /><b>2</b> se lever et courir, s’élancer : [[ἐκ]] τῆς κοίτης, [[ἐκ]] [[τοῦ]] θρόνου se lever vivement de son lit, de son siège;<br /><b>3</b> jaillir : [[ἐγκέφαλος]] ἀνέδραμεν [[ἐξ]] ὠτειλῆς IL la cervelle jaillit de la blessure;<br /><b>4</b> pousser, croître avec force ; <i>fig.</i> croître (en puissance, en force, <i>etc.</i>) : ἀνατρέχει ἡ [[πολυτέλεια]] PLUT le luxe s’accroît rapidement;<br /><b>II.</b> ([[ἀνά]], en arrière);<br /><b>1</b> courir en arrière ; se retirer vivement;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> faire retour, revenir ; revenir sur (ses paroles, ses actes, <i>etc.</i>) ; <i>tr.</i> amender : ἐλάττωσιν PLUT un défaut.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[τρέχω]].
}}
}}