ἀνεκδιήγητος: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_16)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνεκδιήγητος''': -ον, [[ἀπερίγραπτος]], [[ἀνέκφραστος]], [[χάρις]] δὲ τῷ Θεῷ ἐπὶ τῇ ἀνεκδιηγήτῳ [[αὐτοῦ]] δωρεᾷ Ἐπιστ. πρὸς Κορ. Β, θ΄, 15, Ἐκκλ.
|lstext='''ἀνεκδιήγητος''': -ον, [[ἀπερίγραπτος]], [[ἀνέκφραστος]], [[χάρις]] δὲ τῷ Θεῷ ἐπὶ τῇ ἀνεκδιηγήτῳ [[αὐτοῦ]] δωρεᾷ Ἐπιστ. πρὸς Κορ. Β, θ΄, 15, Ἐκκλ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />que l’on ne peut expliquer <i>ou</i> raconter, ineffable.<br />'''Étymologie:''' ἀ, ἐκδιηγέομαι.
}}
}}