ἀντιλακτίζω: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_2)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀντιλακτίζω''': [[λακτίζω]] τὸν λακτίσαντα ἢ τύψαντά με, μ. δοτ.: καὶ [[πίθος]] πληγεὶς ὑπ’ ὀργῆς ἀντελάκτισεν πίθῳ Ἀριστοφ. Εἰρ. 613· μ. αἰτ.: καὶ εἴ με [[ὄνος]] ἐλάκτισεν, ἀντιλακτίσαι τοῦτον ἠξιώσατε ἂν; Πλούτ. 2. 10C.
|lstext='''ἀντιλακτίζω''': [[λακτίζω]] τὸν λακτίσαντα ἢ τύψαντά με, μ. δοτ.: καὶ [[πίθος]] πληγεὶς ὑπ’ ὀργῆς ἀντελάκτισεν πίθῳ Ἀριστοφ. Εἰρ. 613· μ. αἰτ.: καὶ εἴ με [[ὄνος]] ἐλάκτισεν, ἀντιλακτίσαι τοῦτον ἠξιώσατε ἂν; Πλούτ. 2. 10C.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> ἀντελάκτισα;<br />ruer contre, regimber contre, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[λακτίζω]].
}}
}}