3,270,321
edits
(6_1) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀντικόπτω''': [[ἀντικρούω]], ἀπωθῶ, ἀνθίσταμαι, [[ἐμποδίζω]], 1) ἐπὶ φυσικῶν φαινομένων, μετ’ αἰτιατ., [[ὅταν]] νέφεα... ἀντικόπτῃ [[πνεῦμα]] [[ἐναντίον]] Ἱππ. π. Ἀέρ. 285· ἀπολ., [[ὅταν]] [[πνεῦμα]] ἀντικόψῃ [[νότιον]] Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 13, 13, πρβλ. π. Ζ. Μορ. 1. 1, 36, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 1. 12, 9· ἀντ. ἀλλήλοις, [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἀνέμων, ὁ αὐτ. περὶ Ἀνέμ. 53. 2) ἐπὶ προσώπων, ὁ δὲ Θηραμένης ἀντέκοπτε λέγων... Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 15. 3) ἀπρόσ., ἤν τι ἀντικόψῃ, ἐὰν παρουσιασθῇ κανὲν ἐμπόδιον, [[αὐτόθι]] 2. 3, 31. | |lstext='''ἀντικόπτω''': [[ἀντικρούω]], ἀπωθῶ, ἀνθίσταμαι, [[ἐμποδίζω]], 1) ἐπὶ φυσικῶν φαινομένων, μετ’ αἰτιατ., [[ὅταν]] νέφεα... ἀντικόπτῃ [[πνεῦμα]] [[ἐναντίον]] Ἱππ. π. Ἀέρ. 285· ἀπολ., [[ὅταν]] [[πνεῦμα]] ἀντικόψῃ [[νότιον]] Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 8. 13, 13, πρβλ. π. Ζ. Μορ. 1. 1, 36, Θεοφρ. Αἰτ. Φ. 1. 12, 9· ἀντ. ἀλλήλοις, [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἀνέμων, ὁ αὐτ. περὶ Ἀνέμ. 53. 2) ἐπὶ προσώπων, ὁ δὲ Θηραμένης ἀντέκοπτε λέγων... Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 15. 3) ἀπρόσ., ἤν τι ἀντικόψῃ, ἐὰν παρουσιασθῇ κανὲν ἐμπόδιον, [[αὐτόθι]] 2. 3, 31. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=s’opposer à, résister.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[κόπτω]]. | |||
}} | }} |