περίσεπτος: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_10)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''περίσεπτος''': -η, -ον, [[λίαν]] τετιμημένος, [[σεβάσμιος]], Αἰσχύλ. Εὐμ. 1038 (ἐφθαρμένον [[χωρίον]]), Ἀγαθοκλ. παρ’ Ἀθην. 376.
|lstext='''περίσεπτος''': -η, -ον, [[λίαν]] τετιμημένος, [[σεβάσμιος]], Αἰσχύλ. Εὐμ. 1038 (ἐφθαρμένον [[χωρίον]]), Ἀγαθοκλ. παρ’ Ἀθην. 376.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />vénéré.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], σέβομαι.
}}
}}