3,274,917
edits
(6_18) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μητροκτόνος''': -ον, ὁ φονεύων τὴν [[ἑαυτοῦ]] μητέρα, μ. [[φίτυμα]], ἐπὶ τοῦ Ὀρέστου, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1281· μ. χεῖρες ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 102· ὁ ἀνήκων εἰς μητροκτονίαν, μ. [[μίασμα]], τὸ [[μόλυσμα]] τοῦ φόνου τῆς μητρός, [[αὐτόθι]] 281· οὕτω, μ. κηλίς, [[αἷμα]] Εὐρ. Ι. Τ. 1200, Ὀρ. 1649. 2) ὡς οὐσιαστ., τοῦδε μητροκτόνου Αἰσχύλ. Εὐμ. 492, Εὐρ. Ἠλ. 975, Πλάτ. Νόμ. 869Β. | |lstext='''μητροκτόνος''': -ον, ὁ φονεύων τὴν [[ἑαυτοῦ]] μητέρα, μ. [[φίτυμα]], ἐπὶ τοῦ Ὀρέστου, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1281· μ. χεῖρες ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 102· ὁ ἀνήκων εἰς μητροκτονίαν, μ. [[μίασμα]], τὸ [[μόλυσμα]] τοῦ φόνου τῆς μητρός, [[αὐτόθι]] 281· οὕτω, μ. κηλίς, [[αἷμα]] Εὐρ. Ι. Τ. 1200, Ὀρ. 1649. 2) ὡς οὐσιαστ., τοῦδε μητροκτόνου Αἰσχύλ. Εὐμ. 492, Εὐρ. Ἠλ. 975, Πλάτ. Νόμ. 869Β. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui tue sa mère ; ὁ [[μητροκτόνος]] meurtrier de sa mère;<br /><b>2</b> relatif au meurtre d’une mère.<br />'''Étymologie:''' [[μήτηρ]], [[κτείνω]]. | |||
}} | }} |