ἀποχράω: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_12)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποχράω''': Ἰων. -[[χρέω]], ἀπαρ. -χρῆν Δημ. 46. 10· Ἀντιφάνης ἐν «Μοιχοῖς» 1, Λουκ. Ἑρμότ. 24 (οὐχὶ ἀποχρῆναι, κατὰ τὰ Α. Β. 81. 31), Ἰων. -χρᾶν, Ἡρόδ. μετοχ. -χρῶν, -χρῶσα, ἴδε κατωτ.: ἀπαρέμ. ἀπέχρη, Ἰων. -έχρα: μέλλ. -χρήσω: ἀόρ. -έχρησα, ἀρκῶ, ἐξαρκῶ: 1) ἀπολ., ἐπὶ προσώπων καὶ πραγμάτων, εἷς ἐγὼν ἀποχρέω Ἐπίχ. 114 Ahr. (τὸ μόνον [[χωρίον]] [[ἔνθα]] τὸ α΄ ἑνικ. [[πρόσωπον]] ἀπαντᾶ)· δύ’ ἀποχρήσουσι μόνω Ἀριστοφ. Πλ. 484· ἀποχρήσει (ἐνν. ἡ ὑφαντική) Πλάτ. Πολιτικ. 279Β· τηλικαύτην ἀποχρῆν εἶμαι δύναμιν Δημ. 46. 10· [[οὗτος]] μὲν ἦν ἀποχρῶν ἀνὴρ ἔμοιγε… πρὸς τὰ νῦν κακὰ Φερεκρ. ἐν «Χείρωνι» 1. 6· [[ἡλικία]] ἀποχρῶσα Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 417· ξύμβουλος ἀποχρῶν Πλάτ. Ἀλκ. ΙΙ. 145C· μετ’ ἀπαρ., ἀποχρέουσι… ἑκατὸν [[νέες]] χειρώσασθαι Ἡρόδ. 5. 31· Κνιδίους μούνους ἀποχρᾶν οἱ… γίνεσθαι ὁ αὐτ. 3. 138, πρβλ. 9. 48· [[πεδίον]] ἀποχρῶν τὴν Ἀσίαν πρὸς τὴν Εὐρώπην ἀντιτάξαι Φιλοστρ. 764. ΙΙ. κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ γ΄ ἑνικ. [[μετὰ]] δότ. α) σὺν ὀνομαστ. ὑποκειμεν. ποταμὸς οὐκ ἀπέχρησε τῇ στρατιῇ πινόμενος, δὲν ἐξήρκεσεν, Ἡρόδ. 7. 43, 196, πρβλ. [[ἀντιχράω]]· [[συχν]]. ἐν τῇ φράσει, [[ταῦτα]] ἀποχρᾷ μοι Ἡρόδ. 6. 137, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1603, Πλάτ. Φαῖδρ. 279Β· ἀπόχρη μοι τοσοῦτον, ἐάν… Ἰσοκρ. 88Α· οὐκ ἀπέχρησε δὲ αὐτῷ τοῦτο Δημ. 520. 7. β) ἀπροσ. μετ’ ἀπαρεμφ., ἀποχρᾷ μοι ἄγειν, ποιεῖν κτλ., [[εἶναι]] ἀρκετὸν δι’ ἐμὲ νὰ ὁδηγῶ, νὰ [[κάμνω]] κτλ., Ἡρόδ. 1. 66., 8. 130., 9. 79, Ἱππ. Μοχλ. 863· [ἔφασαν] ἀποχρήσειν σφι φυλάσσειν Ἡρόδ. 8. 130· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] δοτ. μετοχ., ἀπέχρα σφι ἠγεομένοισι, ἦτο ἀρκετὸν δι’ αὐτοὺς ἂν εἶχον τὴν ἡγεμονίαν, ὁ αὐτ. 7. 148· κτεάνων τε [[μέρος]] βαιὸν ἐχούσῃ πᾶν ἀπόχρη μοι, [[εἶναι]] [[ὅλως]] ἐπαρκὲς εἰς ἐμὲ νὰ ἔχω μικρὸν [[μέρος]] ἐκ τῶν κτημάτων μου, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1574· ([[οὐδαμοῦ]] ἀλλαχοῦ παρὰ Τραγ.). γ) ἀπροσ. ἀπόχρη τινός, ὑπάρχει ἀρκετὸν ἔκ τινος πράγματος, Ἱππ. 597. 7., 688. 49· ἀποχρῆν ἐνίοις ὑμῶν ἂν μοὶ δοκεῖ, [[νομίζω]] θὰ εἶχεν ἱκανοποιήσῃ τινὰς ἐξ ὑμῶν, Δημ. 52. 13: - ἀπολ., κατὰ μετοχ., οὐκ ἀποχρῆσαν αὐτῷ, ἀφοῦ δὲν τῷ ἤρκεσε, Ἀριστ. περὶ Ξενοφάντ. 2. 25. 3) παθ., εἶμαι εὐχαριστημένος μέ τι, [[μετὰ]] δοτ. ἀποχρεομένων τούτοις τῶν Μυσῶν Ἡρόδ. 1. 37, πρβλ. Δημ. 215. 9. β) ἀπρσ. ὡς τὸ ἀπόχρη, οὐκ ἀπεχρᾶτο μούνων ἄρχειν τῶν Μήδων Ἡρόδ. 1. 102· ἀπεχρέετο σφι ἡσυχίην ἄγειν ὁ αὐτ. 8. 14. ΙΙ. χρησμοδοτῶ, ὡς τὸ [[χράω]], παρὰ Σουΐδ. Β. ἀποχράομαι, Ἰων. -[[χρέομαι]], μεταχειρίζομαί τι πρὸς ἰδὶαν μου ὠφέλειαν, [[κάμνω]] ἐπωφελῆ χρῆσιν [[αὐτοῦ]], ἐπικαιρότατον [[χωρίον]]… ἀποχρῆσθαι Θουκ. 1. 68· ἀποχρήσασθε τῇ ὠφελίᾳ ὁ αὐτ. 6. 17, πρβλ. 7. 42· [[ὅταν]]… ἀποχρήσωνται, χρῶνται λοιπὸν ὡς προδόταις, ἀφοῦ μεταχειρισθῶσιν αὐτοὺς ὅσον δύνανται (καὶ ὠφεληθῶσιν ἐξ αὐτῶν) [[τότε]] πλέον τοὺς μεταχειρίζονται ὡς προδότας, Πολύβ. 17. 15, 9. 2) καταχρῶμαι, Λατ. abuti, [[μετὰ]] δοτ. Δημ. 515.8· εἰς [[ταῦτα]] ἀποχρῆσθαι τῷ πλουτεῖν ὁ αὐτ. 555. 22· ἀποχρωμένων [[μᾶλλον]] ἢ χρωμένων αὐτῷ Πλουτ. Ἀλκ. καὶ Κορ. Σύγκρ. 2· οἷς μὲν χρῆσθαι, οἷς δ’ ἀποχρῆσθαι ὁ αὐτ. 2. 178C. 3) μετ’ αἰτιατ., διαχρῶμαι, [[ἀποκτείνω]], Λατ. conficere, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 328, Θουκ. 3. 81· πρβλ. [[Πολυδ]]. Η΄, 74, κτλ. β) ἀπ. τὰ χρήματα, μεταχειρίζομαι, Ἀριστ. Οἰκ. 2. 21, 7.
|lstext='''ἀποχράω''': Ἰων. -[[χρέω]], ἀπαρ. -χρῆν Δημ. 46. 10· Ἀντιφάνης ἐν «Μοιχοῖς» 1, Λουκ. Ἑρμότ. 24 (οὐχὶ ἀποχρῆναι, κατὰ τὰ Α. Β. 81. 31), Ἰων. -χρᾶν, Ἡρόδ. μετοχ. -χρῶν, -χρῶσα, ἴδε κατωτ.: ἀπαρέμ. ἀπέχρη, Ἰων. -έχρα: μέλλ. -χρήσω: ἀόρ. -έχρησα, ἀρκῶ, ἐξαρκῶ: 1) ἀπολ., ἐπὶ προσώπων καὶ πραγμάτων, εἷς ἐγὼν ἀποχρέω Ἐπίχ. 114 Ahr. (τὸ μόνον [[χωρίον]] [[ἔνθα]] τὸ α΄ ἑνικ. [[πρόσωπον]] ἀπαντᾶ)· δύ’ ἀποχρήσουσι μόνω Ἀριστοφ. Πλ. 484· ἀποχρήσει (ἐνν. ἡ ὑφαντική) Πλάτ. Πολιτικ. 279Β· τηλικαύτην ἀποχρῆν εἶμαι δύναμιν Δημ. 46. 10· [[οὗτος]] μὲν ἦν ἀποχρῶν ἀνὴρ ἔμοιγε… πρὸς τὰ νῦν κακὰ Φερεκρ. ἐν «Χείρωνι» 1. 6· [[ἡλικία]] ἀποχρῶσα Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 417· ξύμβουλος ἀποχρῶν Πλάτ. Ἀλκ. ΙΙ. 145C· μετ’ ἀπαρ., ἀποχρέουσι… ἑκατὸν [[νέες]] χειρώσασθαι Ἡρόδ. 5. 31· Κνιδίους μούνους ἀποχρᾶν οἱ… γίνεσθαι ὁ αὐτ. 3. 138, πρβλ. 9. 48· [[πεδίον]] ἀποχρῶν τὴν Ἀσίαν πρὸς τὴν Εὐρώπην ἀντιτάξαι Φιλοστρ. 764. ΙΙ. κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ γ΄ ἑνικ. [[μετὰ]] δότ. α) σὺν ὀνομαστ. ὑποκειμεν. ποταμὸς οὐκ ἀπέχρησε τῇ στρατιῇ πινόμενος, δὲν ἐξήρκεσεν, Ἡρόδ. 7. 43, 196, πρβλ. [[ἀντιχράω]]· [[συχν]]. ἐν τῇ φράσει, [[ταῦτα]] ἀποχρᾷ μοι Ἡρόδ. 6. 137, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1603, Πλάτ. Φαῖδρ. 279Β· ἀπόχρη μοι τοσοῦτον, ἐάν… Ἰσοκρ. 88Α· οὐκ ἀπέχρησε δὲ αὐτῷ τοῦτο Δημ. 520. 7. β) ἀπροσ. μετ’ ἀπαρεμφ., ἀποχρᾷ μοι ἄγειν, ποιεῖν κτλ., [[εἶναι]] ἀρκετὸν δι’ ἐμὲ νὰ ὁδηγῶ, νὰ [[κάμνω]] κτλ., Ἡρόδ. 1. 66., 8. 130., 9. 79, Ἱππ. Μοχλ. 863· [ἔφασαν] ἀποχρήσειν σφι φυλάσσειν Ἡρόδ. 8. 130· [[ὡσαύτως]] [[μετὰ]] δοτ. μετοχ., ἀπέχρα σφι ἠγεομένοισι, ἦτο ἀρκετὸν δι’ αὐτοὺς ἂν εἶχον τὴν ἡγεμονίαν, ὁ αὐτ. 7. 148· κτεάνων τε [[μέρος]] βαιὸν ἐχούσῃ πᾶν ἀπόχρη μοι, [[εἶναι]] [[ὅλως]] ἐπαρκὲς εἰς ἐμὲ νὰ ἔχω μικρὸν [[μέρος]] ἐκ τῶν κτημάτων μου, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1574· ([[οὐδαμοῦ]] ἀλλαχοῦ παρὰ Τραγ.). γ) ἀπροσ. ἀπόχρη τινός, ὑπάρχει ἀρκετὸν ἔκ τινος πράγματος, Ἱππ. 597. 7., 688. 49· ἀποχρῆν ἐνίοις ὑμῶν ἂν μοὶ δοκεῖ, [[νομίζω]] θὰ εἶχεν ἱκανοποιήσῃ τινὰς ἐξ ὑμῶν, Δημ. 52. 13: - ἀπολ., κατὰ μετοχ., οὐκ ἀποχρῆσαν αὐτῷ, ἀφοῦ δὲν τῷ ἤρκεσε, Ἀριστ. περὶ Ξενοφάντ. 2. 25. 3) παθ., εἶμαι εὐχαριστημένος μέ τι, [[μετὰ]] δοτ. ἀποχρεομένων τούτοις τῶν Μυσῶν Ἡρόδ. 1. 37, πρβλ. Δημ. 215. 9. β) ἀπρσ. ὡς τὸ ἀπόχρη, οὐκ ἀπεχρᾶτο μούνων ἄρχειν τῶν Μήδων Ἡρόδ. 1. 102· ἀπεχρέετο σφι ἡσυχίην ἄγειν ὁ αὐτ. 8. 14. ΙΙ. χρησμοδοτῶ, ὡς τὸ [[χράω]], παρὰ Σουΐδ. Β. ἀποχράομαι, Ἰων. -[[χρέομαι]], μεταχειρίζομαί τι πρὸς ἰδὶαν μου ὠφέλειαν, [[κάμνω]] ἐπωφελῆ χρῆσιν [[αὐτοῦ]], ἐπικαιρότατον [[χωρίον]]… ἀποχρῆσθαι Θουκ. 1. 68· ἀποχρήσασθε τῇ ὠφελίᾳ ὁ αὐτ. 6. 17, πρβλ. 7. 42· [[ὅταν]]… ἀποχρήσωνται, χρῶνται λοιπὸν ὡς προδόταις, ἀφοῦ μεταχειρισθῶσιν αὐτοὺς ὅσον δύνανται (καὶ ὠφεληθῶσιν ἐξ αὐτῶν) [[τότε]] πλέον τοὺς μεταχειρίζονται ὡς προδότας, Πολύβ. 17. 15, 9. 2) καταχρῶμαι, Λατ. abuti, [[μετὰ]] δοτ. Δημ. 515.8· εἰς [[ταῦτα]] ἀποχρῆσθαι τῷ πλουτεῖν ὁ αὐτ. 555. 22· ἀποχρωμένων [[μᾶλλον]] ἢ χρωμένων αὐτῷ Πλουτ. Ἀλκ. καὶ Κορ. Σύγκρ. 2· οἷς μὲν χρῆσθαι, οἷς δ’ ἀποχρῆσθαι ὁ αὐτ. 2. 178C. 3) μετ’ αἰτιατ., διαχρῶμαι, [[ἀποκτείνω]], Λατ. conficere, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 328, Θουκ. 3. 81· πρβλ. [[Πολυδ]]. Η΄, 74, κτλ. β) ἀπ. τὰ χρήματα, μεταχειρίζομαι, Ἀριστ. Οἰκ. 2. 21, 7.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>les contractions att. sont en</i> η : <i>prés. ind. 3ᵉ sg.</i> [[ἀπόχρη]], <i>inf.</i> [[ἀποχρῆν]], <i>impf. 3ᵉ sg.</i> [[ἀπέχρη]], <i>etc. ; les contract. ion. en</i> α : ἀποχρᾷ, ἀποχρᾶν, <i>impf.</i> ἀπέχρα;<br /><b>I.</b> suffire : ἀποχρέουσι ἑκατὸν [[νέες]] HDT cent vaisseaux suffisent ; [[ἀπόχρη]] μοι τοσοῦτον [[ἐάν]] ISOCR il me suffit tout juste que ; ποταμὸς [[οὐκ]] ἀπέχρησε [[τῇ]] στρατιῇ πινόμενος HDT le fleuve ne suffit pas à désaltérer l’armée ; • <i>impers.</i> [[ἀπόχρη]] il suffit de ; ἀπέχρα [[σφι]] ἡγεομένοισι HDT il leur suffisait de commander;<br /><b>II.</b> <i>Pass.</i> <b>1</b> se contenter de, dat. <i>ou</i> inf.;<br /><b>2</b> • <i>impers.</i> ἀποχρέεταί <i>(ion.)</i> μοι inf. il me suffit de;<br /><b>III.</b> <i>Moy.</i> ἀποχράομαι;<br /><b>1</b> tirer parti de, profiter de, τινι;<br /><b>2</b> mésuser, abuser de, τινι;<br /><b>3</b> faire périr, tuer.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[χράω]].
}}
}}