τρητός: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_11)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''τρητός''': -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθετ. τοῦ [[τετραίνω]], [[διάτρητος]], ἔχων ὀπήν, τρ. [[λίθος]] Ὀδ. Ν. 77· ὁ Ὅμ. συνήθως συνάπτει ἐν ἢ παρὰ τρητοῖς λεχέεσσιν, πιθ. ἐπὶ τορευτῶν κλινῶν (πρβλ. [[τορευτός]]), Ἰλ. Γ. 448, Ὀδ. Α. 440, κλπ.· ἕτεροι δὲ ἑρμηνεύουσι τὴν λέξιν ὡς σημαίνουσαν τὰς ὀπὰς καθ’ ἃς τὰ μέρη τῆς κλίνης ἐγομφοῦντο ἢ δι’ ὧν διήρχοντο τὰ σχοινία τὰ ὁποῖα ἐκτεινόμενα ἀνεῖχον [[κάτωθεν]] τὰ στρώματα, ἴδε Ὀδ. Ψ. 198· -τρητὸς μελισσῶν [[πόνος]], δηλ. ἡ κηρήθρα, Πινδ. Π. 6, ἐν τέλ.· τὰ τρητὰ Πλάτ. Πολιτ. 279Ε· τρ. [[ὀστοῦν]], ἀντίθετ. τῷ ἄτρητον, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3.7, 5· τρ. [[λίθαξ]], ἡ [[κίσηρις]], ἡ κοινῶς καλουμένη «ἐλαφρόπετρα», Ἀνθ. Π. 6. 66· τρ. [[δόναξ]], αὐλὸς [[ποιμενικός]], [[αὐτόθι]] 78.
|lstext='''τρητός''': -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθετ. τοῦ [[τετραίνω]], [[διάτρητος]], ἔχων ὀπήν, τρ. [[λίθος]] Ὀδ. Ν. 77· ὁ Ὅμ. συνήθως συνάπτει ἐν ἢ παρὰ τρητοῖς λεχέεσσιν, πιθ. ἐπὶ τορευτῶν κλινῶν (πρβλ. [[τορευτός]]), Ἰλ. Γ. 448, Ὀδ. Α. 440, κλπ.· ἕτεροι δὲ ἑρμηνεύουσι τὴν λέξιν ὡς σημαίνουσαν τὰς ὀπὰς καθ’ ἃς τὰ μέρη τῆς κλίνης ἐγομφοῦντο ἢ δι’ ὧν διήρχοντο τὰ σχοινία τὰ ὁποῖα ἐκτεινόμενα ἀνεῖχον [[κάτωθεν]] τὰ στρώματα, ἴδε Ὀδ. Ψ. 198· -τρητὸς μελισσῶν [[πόνος]], δηλ. ἡ κηρήθρα, Πινδ. Π. 6, ἐν τέλ.· τὰ τρητὰ Πλάτ. Πολιτ. 279Ε· τρ. [[ὀστοῦν]], ἀντίθετ. τῷ ἄτρητον, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3.7, 5· τρ. [[λίθαξ]], ἡ [[κίσηρις]], ἡ κοινῶς καλουμένη «ἐλαφρόπετρα», Ἀνθ. Π. 6. 66· τρ. [[δόναξ]], αὐλὸς [[ποιμενικός]], [[αὐτόθι]] 78.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> troué, percé : [[λίθος]] OD pierre trouée pour fixer les amarres d’un navire;<br /><b>2</b> gravé, ciselé : τρητὸν [[λέχος]] IL, OD lit orné de ciselures ; <i>sel. d’autres</i> percé de trous pour l’ajustement des différentes parties du lit <i>ou</i> pour recevoir les sangles qui supportent le lit.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[τιτράω]].
}}
}}