ἐκμηρύομαι: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_5)
(Bailly1_2)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκμηρύομαι''': ἀποθ., [[ἐκτυλίσσω]], [[ἐξάγω]] ὀλίγον κατ’ ὀλίγον, ἐπὶ στρατοῦ, ἕως ὅλῃ τῇ νυκτὶ [[ταῦτα]] [[μόλις]] ἐξεμηρύσατο τῆς χαράδρας Πολύβ. 3. 53, 5· διὰ στενῆς θυρίδος... ἐκμηρυόμενος αὑτὸν καὶ [[παιδία]] καὶ γυναῖκα Πλουτ. Αἰμιλ. 26. ΙΙ. ἀμεταβ. ἐπὶ τοῦ στρατοῦ, ἐξελίττομαι, ἐπεκτείνομαι, Ξεν. Ἀν. 6. 5, 22, Πολύβ. 3. 51, 2.
|lstext='''ἐκμηρύομαι''': ἀποθ., [[ἐκτυλίσσω]], [[ἐξάγω]] ὀλίγον κατ’ ὀλίγον, ἐπὶ στρατοῦ, ἕως ὅλῃ τῇ νυκτὶ [[ταῦτα]] [[μόλις]] ἐξεμηρύσατο τῆς χαράδρας Πολύβ. 3. 53, 5· διὰ στενῆς θυρίδος... ἐκμηρυόμενος αὑτὸν καὶ [[παιδία]] καὶ γυναῖκα Πλουτ. Αἰμιλ. 26. ΙΙ. ἀμεταβ. ἐπὶ τοῦ στρατοῦ, ἐξελίττομαι, ἐπεκτείνομαι, Ξεν. Ἀν. 6. 5, 22, Πολύβ. 3. 51, 2.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> dégager en faisant défiler : αὑτὸν διὰ στενῆς θυρίδος PLUT se glisser par une petite porte étroite;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> défiler, se sauver en défilant.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκ]], [[μηρύω]].
}}
}}