λιμνώδης: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_7)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λιμνώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] πρὸς λίμνην ἢ [[ἕλος]], [[ἑλώδης]], [[ὕδωρ]] Ἱππ. π. Ἀέρ. 287, πρβλ. Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 1, 6· ὁ Πόντος ἐστὶ λ. διὰ τὸ πολλοὺς ποταμοὺς εἰς αὐτὸν ρεῖν ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 23. 6, 2. 2) ἐπὶ ἐδάφους, τὸ λ. τοῦ Στρυμόνος, ἑλῶδες [[ἔδαφος]] κατὰ τὸ [[στόμιον]] τοῦ Στρυμόνος, Θουκ. 5. 7.
|lstext='''λιμνώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ὅμοιος]] πρὸς λίμνην ἢ [[ἕλος]], [[ἑλώδης]], [[ὕδωρ]] Ἱππ. π. Ἀέρ. 287, πρβλ. Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 1, 6· ὁ Πόντος ἐστὶ λ. διὰ τὸ πολλοὺς ποταμοὺς εἰς αὐτὸν ρεῖν ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 23. 6, 2. 2) ἐπὶ ἐδάφους, τὸ λ. τοῦ Στρυμόνος, ἑλῶδες [[ἔδαφος]] κατὰ τὸ [[στόμιον]] τοῦ Στρυμόνος, Θουκ. 5. 7.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />qui a l’aspect <i>ou</i> la nature d’un marais ; τὸ λιμνῶδες THC aspect marécageux d’une terre.<br />'''Étymologie:''' [[λίμνη]], -ωδης.
}}
}}