στροβιλώδης: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_8)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''στροβῑλώδης''': -ες, συνῃρ. ἀντὶ [[στροβιλοειδής]], Πλουτ. Σύλλ. 17.
|lstext='''στροβῑλώδης''': -ες, συνῃρ. ἀντὶ [[στροβιλοειδής]], Πλουτ. Σύλλ. 17.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />en forme de toupie <i>ou</i> de pomme de pin.<br />'''Étymologie:''' [[στρόβιλος]], -ωδης.
}}
}}