3,267,573
edits
(6_20) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προσομῑλέω''': συναναστρέφομαι μετά τινος, ζῶ ἢ [[διαμένω]] μετά τινος, συνομιλῶ, τινι Θέογν. 31, Εὐρ. Μήδ. 1085, Ἀποσπ. 889, Πλάτ. Γοργ. 502Ε· [[πρός]] τινα Ξεν. Ἑλλ. 1. 1, 30· τὰ ἴδια προσομιλοῦντες Θουκ. 2. 37· πρ. διὰ χάριτος Πλάτ. Σοφιστ., 2. 2Ε. 2) πρ. γυναικί, [[συνέρχομαι]] αὐτῇ, Ἡλιόδ. 4. 8, πρβλ. Λουκ. Ἔρωτ. 17. ΙΙ. [[διαμένω]] ἔν τινι τόπῳ, [[συχνάζω]], [[διατρίβω]] που, [[ποτὶ]] πέτρῃ Θέογν. 216, πρβλ. Ἀλκίφρ. 1. 14· [[οἶνος]] ἀέρι πρ., [[εἶναι]] ἐκτεθειμένος εἰς..., Γεωπ. ΙΙΙ. [[μετὰ]] δοτ. πράγμ., [[ἔρχομαι]] εἰς συναφὴν [[πρός]] τι, πείρᾳ δ’ οὐ προσωμίλησά πω, δὲν ἦλθον εἰς στενὴν σχέσιν μὲ τὴν πεῖραν, δὲν ἔχω πεῖραν πράγματός τινος [[εἰσέτι]], Σοφ. Τρ. 591· προσομιλεῖν τῷ πολέμῳ, ἀσχολεῖσθαι, Θουκ. 1. 122· γυμναστικῇ προσομιλοῦντα, καταγινόμενον, Πλάτ. Τίμ. 88C· μεταφορ., ὕβρει πρ. ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 250Ε. | |lstext='''προσομῑλέω''': συναναστρέφομαι μετά τινος, ζῶ ἢ [[διαμένω]] μετά τινος, συνομιλῶ, τινι Θέογν. 31, Εὐρ. Μήδ. 1085, Ἀποσπ. 889, Πλάτ. Γοργ. 502Ε· [[πρός]] τινα Ξεν. Ἑλλ. 1. 1, 30· τὰ ἴδια προσομιλοῦντες Θουκ. 2. 37· πρ. διὰ χάριτος Πλάτ. Σοφιστ., 2. 2Ε. 2) πρ. γυναικί, [[συνέρχομαι]] αὐτῇ, Ἡλιόδ. 4. 8, πρβλ. Λουκ. Ἔρωτ. 17. ΙΙ. [[διαμένω]] ἔν τινι τόπῳ, [[συχνάζω]], [[διατρίβω]] που, [[ποτὶ]] πέτρῃ Θέογν. 216, πρβλ. Ἀλκίφρ. 1. 14· [[οἶνος]] ἀέρι πρ., [[εἶναι]] ἐκτεθειμένος εἰς..., Γεωπ. ΙΙΙ. [[μετὰ]] δοτ. πράγμ., [[ἔρχομαι]] εἰς συναφὴν [[πρός]] τι, πείρᾳ δ’ οὐ προσωμίλησά πω, δὲν ἦλθον εἰς στενὴν σχέσιν μὲ τὴν πεῖραν, δὲν ἔχω πεῖραν πράγματός τινος [[εἰσέτι]], Σοφ. Τρ. 591· προσομιλεῖν τῷ πολέμῳ, ἀσχολεῖσθαι, Θουκ. 1. 122· γυμναστικῇ προσομιλοῦντα, καταγινόμενον, Πλάτ. Τίμ. 88C· μεταφορ., ὕβρει πρ. ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 250Ε. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />avoir commerce avec, être en relation avec : τινί, [[πρός]] τινα, avec qqn ; <i>avec un dat. de chose</i> : προσομιλεῖν τινι être familier avec, être versé dans qch ; <i>avec un acc. de chose</i> : προσομιλεῖν τὰ ἴδια THC entretenir <i>ou</i> avoir avec qqn des relations privées.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ὁμιλέω]]. | |||
}} | }} |