χαλκοπληθής: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_7)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χαλκοπληθής''': -ές, γεν. έος, [[πλήρης]] χαλκοῦ, ὡπλισμένος μὲ χαλκόν, στρατὸς Εὐρ. Ἱκ. 1219.
|lstext='''χαλκοπληθής''': -ές, γεν. έος, [[πλήρης]] χαλκοῦ, ὡπλισμένος μὲ χαλκόν, στρατὸς Εὐρ. Ἱκ. 1219.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />plein d’airain, <i>càd</i> recouvert d’une armure d’airain.<br />'''Étymologie:''' [[χαλκός]], [[πλῆθος]].
}}
}}