ἀπαγωγή: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_11)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπᾰγωγή''': ἡ, τὸ ἀπάγειν, ἀπάγειν [[μακράν]], τοῦ στρατεύματος Ξεν. Ἀν. 7.6, 5: - ἡ διὰ τῆς βίας γινομένη [[ἀπαγωγή]], [[ἁρπαγή]], γυναικῶν ἀπαγωγαὶ Λουκ. Φάλ. Α. 3. ΙΙ. πληρωμή, κατεστρέψατο ἐς φόρου ἀπ., ὑπέβαλον αὐτοὺς εἰς πληρωμὴν φόρου, Ἡρόδ. 1. 6, 27, 2. 182, πρβλ. [[ἀπάγω]] ΙΙΙ, [[ἀπαγινέω]]. ΙΙΙ. ὡς Ἀττ. [[νομικός]] ὅρος. 1) [[ἐνέργεια]], [[ἄνευ]] τινὸς διατυπώσεως, καθ’ ἥν [[ἄνθρωπος]] ληφθεὶς ἐν τῇ πράξει τοῦ ἐγκλήματος (ἐπ’ αὐτοφώρῳ) ἠδύνατο νὰ συλληφθῇ ὑπὸ οἱουδήποτε πολίτου καὶ νὰ ἀχθῇ ἐνώπιον τῶν ἀρχόντων (συνήθως πρὸ τῶν [[ἕνδεκα]], ἴδε τὴν λέξιν), Ἀντιφῶν 130. 20, Ἀνδοκ. 12. 9, Λυσ. 137. 43, κἐξ., Δημ. 735, ἐν τέλ.· ἀπαγωγῆς ἄξια Ὑπερείδ. [[ὑπὲρ]] Εὐξεν. 22: κατά τινας περιστάσεις ἡ τοιαύτη [[σύλληψις]] ἐπετρέπετο ἐπὶ τῇ βάσει πασιγνώστου ἐνοχῆς, ἴδε [[αὐτόφωρος]] ἐν τέλ. 2) ἡ [[ἔγγραφος]] [[καταγγελία]], ἡ εἰς τοὺς ἄρχοντας παραδιδομένη, ἀπάγειν τὴν ἀπαγωγήν, ποιεῖν καταγγελίαν, καταγγέλλειν, Λυσ. 138. 7· παραδέχεσθαι ἀπαγωγήν, ἐπὶ τῶν [[ἕνδεκα]] ὅτε παρεδέχοντο τὴν ἀπαγωγήν, οἱ [[ἕνδεκα]] οἱ παραδεξάμενοι τὴν ἀπαγωγὴν ταύτην ὁ αὐτὸς 138. 5· πρβλ. Λεξικ. Ἀρχ. IV. ἐν τῇ λογικῇ τοῦ Ἀριστ., ἡ εἰς τὸ ἀδύνατον [[ἀπαγωγή]], ἔμμεσος [[ἀπόδειξις]], reductio ad impossibile, Ἀναλυτ. Πρ. 1. 7, 4· - ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] καὶ [[εἶδος]] ἐπιχειρήματος περιγραφομένου ἐν 2. 25: «[[ἀπαγωγή]] ἐστιν [[ὅταν]] τῷ μὲν μέσῳ τὸ πρῶτον δῆλον ᾖ ὑπάρχον, τῷ δὲ ἐσχάτῳ τὸ [[μέσον]] ἄδηλον μὲν ὁμοίως δὲ [[πιστόν]], ἢ [[μᾶλλον]] τοῦ συμπεράσματος, ἔτι ἂν ὀλίγα ᾖ τὰ μέσα τοῦ ἐσχάτου καὶ τοῦ μέσου» κτλ.
|lstext='''ἀπᾰγωγή''': ἡ, τὸ ἀπάγειν, ἀπάγειν [[μακράν]], τοῦ στρατεύματος Ξεν. Ἀν. 7.6, 5: - ἡ διὰ τῆς βίας γινομένη [[ἀπαγωγή]], [[ἁρπαγή]], γυναικῶν ἀπαγωγαὶ Λουκ. Φάλ. Α. 3. ΙΙ. πληρωμή, κατεστρέψατο ἐς φόρου ἀπ., ὑπέβαλον αὐτοὺς εἰς πληρωμὴν φόρου, Ἡρόδ. 1. 6, 27, 2. 182, πρβλ. [[ἀπάγω]] ΙΙΙ, [[ἀπαγινέω]]. ΙΙΙ. ὡς Ἀττ. [[νομικός]] ὅρος. 1) [[ἐνέργεια]], [[ἄνευ]] τινὸς διατυπώσεως, καθ’ ἥν [[ἄνθρωπος]] ληφθεὶς ἐν τῇ πράξει τοῦ ἐγκλήματος (ἐπ’ αὐτοφώρῳ) ἠδύνατο νὰ συλληφθῇ ὑπὸ οἱουδήποτε πολίτου καὶ νὰ ἀχθῇ ἐνώπιον τῶν ἀρχόντων (συνήθως πρὸ τῶν [[ἕνδεκα]], ἴδε τὴν λέξιν), Ἀντιφῶν 130. 20, Ἀνδοκ. 12. 9, Λυσ. 137. 43, κἐξ., Δημ. 735, ἐν τέλ.· ἀπαγωγῆς ἄξια Ὑπερείδ. [[ὑπὲρ]] Εὐξεν. 22: κατά τινας περιστάσεις ἡ τοιαύτη [[σύλληψις]] ἐπετρέπετο ἐπὶ τῇ βάσει πασιγνώστου ἐνοχῆς, ἴδε [[αὐτόφωρος]] ἐν τέλ. 2) ἡ [[ἔγγραφος]] [[καταγγελία]], ἡ εἰς τοὺς ἄρχοντας παραδιδομένη, ἀπάγειν τὴν ἀπαγωγήν, ποιεῖν καταγγελίαν, καταγγέλλειν, Λυσ. 138. 7· παραδέχεσθαι ἀπαγωγήν, ἐπὶ τῶν [[ἕνδεκα]] ὅτε παρεδέχοντο τὴν ἀπαγωγήν, οἱ [[ἕνδεκα]] οἱ παραδεξάμενοι τὴν ἀπαγωγὴν ταύτην ὁ αὐτὸς 138. 5· πρβλ. Λεξικ. Ἀρχ. IV. ἐν τῇ λογικῇ τοῦ Ἀριστ., ἡ εἰς τὸ ἀδύνατον [[ἀπαγωγή]], ἔμμεσος [[ἀπόδειξις]], reductio ad impossibile, Ἀναλυτ. Πρ. 1. 7, 4· - ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] καὶ [[εἶδος]] ἐπιχειρήματος περιγραφομένου ἐν 2. 25: «[[ἀπαγωγή]] ἐστιν [[ὅταν]] τῷ μὲν μέσῳ τὸ πρῶτον δῆλον ᾖ ὑπάρχον, τῷ δὲ ἐσχάτῳ τὸ [[μέσον]] ἄδηλον μὲν ὁμοίως δὲ [[πιστόν]], ἢ [[μᾶλλον]] τοῦ συμπεράσματος, ἔτι ἂν ὀλίγα ᾖ τὰ μέσα τοῦ ἐσχάτου καὶ τοῦ μέσου» κτλ.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> action d’emmener ; <i>t. de droit att.</i> action en justice pour un procès contre un malfaiteur pris en flagrant délit;<br /><b>2</b> action de faire dévier du droit chemin;<br /><b>3</b> paiement (d’une contribution, d’une amende).<br />'''Étymologie:''' [[ἀπάγω]].
}}
}}