εὔαρχος: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_17)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὔαρχος''': -ον, ὁ [[καλῶς]] ἄρχων, ὁ [[καλῶς]] κυβερνῶν, Λυκόφρ. 233. 2) εὐκόλως κυβερνώμενος, Ἀριστ. Οἰκ. 1. 5, 5. ΙΙ. ὁ [[καλῶς]] ἀρχόμενος ἢ ἀρχίζων, [[λόγος]] Λουκιαν. Λεξιφ. 1: - κάμνων καλὴν [[ἀρχήν]], Τουρκ. «σεφτέ», ἐπὶ τοῦ πρώτου ἀγοραστοῦ ἐν τῇ ἀγορᾷ, Ἀνθ. Π. 6. 304.
|lstext='''εὔαρχος''': -ον, ὁ [[καλῶς]] ἄρχων, ὁ [[καλῶς]] κυβερνῶν, Λυκόφρ. 233. 2) εὐκόλως κυβερνώμενος, Ἀριστ. Οἰκ. 1. 5, 5. ΙΙ. ὁ [[καλῶς]] ἀρχόμενος ἢ ἀρχίζων, [[λόγος]] Λουκιαν. Λεξιφ. 1: - κάμνων καλὴν [[ἀρχήν]], Τουρκ. «σεφτέ», ἐπὶ τοῦ πρώτου ἀγοραστοῦ ἐν τῇ ἀγορᾷ, Ἀνθ. Π. 6. 304.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui commence bien, qui débute bien.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ἄρχω]].
}}
}}