3,274,916
edits
(6_15) |
(Bailly1_2) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπίρρῠτος''': -ον, ([[ἐπιρρέω]]) ῥέων ἐντὸς ἢ [[πρός]], [[ὕδωρ]] Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 8, 3· ἐπὶ τροφῆς, ἐγχεόμενος, ἐγχυματιζόμενος εἰς τὸ [[σῶμα]], Πλάτ. Τίμ. 80D· ἐπὶ ὁράσεως, πηγάζων ἐκ τοῦ ἡλίου, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 508Β, πρβλ. Τίμ. Λοκρ. 99D. 2) μεταφ., ἐπιρρέων, [[ἄφθονος]], [[καρπὸς]] Αἰσχύλ. Εὐμ. 907· πρβλ. [[ἐπίσσυτος]]. ΙΙ. Παθ., ὁ ὑποκείμενος εἰς ἐπιρροήν, ἀντίθ. τῷ [[ἀπόρρυτος]], Πλάτ. Τίμ 43Α. 2) καταβρεχόμενος, ποτιζόμενος ὑπὸ ὑδάτων, [[πεδίον]] μέγα καὶ καλόν, ἐπίρρυτον, περὶ τοῦ πεδίου τῆς Κιλικίας τοῦ διαρρεομένου ὑπὸ τῶν ποταμῶν Πυράμου, Κύδνου καὶ Ψάρου, Ξεν. Ἀν. 1. 2, 22. | |lstext='''ἐπίρρῠτος''': -ον, ([[ἐπιρρέω]]) ῥέων ἐντὸς ἢ [[πρός]], [[ὕδωρ]] Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 8, 3· ἐπὶ τροφῆς, ἐγχεόμενος, ἐγχυματιζόμενος εἰς τὸ [[σῶμα]], Πλάτ. Τίμ. 80D· ἐπὶ ὁράσεως, πηγάζων ἐκ τοῦ ἡλίου, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 508Β, πρβλ. Τίμ. Λοκρ. 99D. 2) μεταφ., ἐπιρρέων, [[ἄφθονος]], [[καρπὸς]] Αἰσχύλ. Εὐμ. 907· πρβλ. [[ἐπίσσυτος]]. ΙΙ. Παθ., ὁ ὑποκείμενος εἰς ἐπιρροήν, ἀντίθ. τῷ [[ἀπόρρυτος]], Πλάτ. Τίμ 43Α. 2) καταβρεχόμενος, ποτιζόμενος ὑπὸ ὑδάτων, [[πεδίον]] μέγα καὶ καλόν, ἐπίρρυτον, περὶ τοῦ πεδίου τῆς Κιλικίας τοῦ διαρρεομένου ὑπὸ τῶν ποταμῶν Πυράμου, Κύδνου καὶ Ψάρου, Ξεν. Ἀν. 1. 2, 22. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui coule par-dessus, qui déborde ; abondant;<br /><b>2</b> arrosé.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπιρρέω]]. | |||
}} | }} |