ἱστότονος: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_19)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἱστότονος''': -ον, τεταμένος ἐπὶ τοῦ ἱστοῦ («ἀργαλειοῦ»), ἱστότονα πηνίσματα, «τοὺς ἱστοὺς οὓς ἐν τῷ ἀέρι αἱ ἀράχναι ὑφαίνουσι» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Βάτρ. 1315.
|lstext='''ἱστότονος''': -ον, τεταμένος ἐπὶ τοῦ ἱστοῦ («ἀργαλειοῦ»), ἱστότονα πηνίσματα, «τοὺς ἱστοὺς οὓς ἐν τῷ ἀέρι αἱ ἀράχναι ὑφαίνουσι» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Βάτρ. 1315.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />tendu sur un métier de tisserand.<br />'''Étymologie:''' [[ἱστός]], [[τείνω]].
}}
}}