βαρυπαθέω: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_20)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''βᾰρῠπᾰθέω''': παραπολὺ θλίβομαι, ἐνοχλοῦμαι,Πλούτ. 2. 167F·―ἐπίθ., βαρυπαθής, ές, παραπολὺ θλίβων, ἐνοχλῶν, λυπῶν, φθορὰ Εὐσ. Ἐ. Ἱ. 10. 4.
|lstext='''βᾰρῠπᾰθέω''': παραπολὺ θλίβομαι, ἐνοχλοῦμαι,Πλούτ. 2. 167F·―ἐπίθ., βαρυπαθής, ές, παραπολὺ θλίβων, ἐνοχλῶν, λυπῶν, φθορὰ Εὐσ. Ἐ. Ἱ. 10. 4.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> βαρυπαθήσω;<br />être gravement <i>ou</i> péniblement affecté.<br />'''Étymologie:''' [[βαρύς]], [[πάθος]].
}}
}}