διαλακέω: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_5)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''διαλᾱκέω''': διαρρήγνυμαι ([[μετὰ]] κρότου) εἰς δύο, «σκάνω», Ἀριστοφ. Νεφ. 410.
|lstext='''διαλᾱκέω''': διαρρήγνυμαι ([[μετὰ]] κρότου) εἰς δύο, «σκάνω», Ἀριστοφ. Νεφ. 410.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />craquer, éclater.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[λακέω]].
}}
}}