ἐνωπή: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_9)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐνωπή''': ἡ, (ὤψ) [[πρόσωπον]], [[μορφή]], Ὅμ.· μόνον κατὰ δοτ. ἐνωπῇ, ὡς ἐπίρρ., «ἐν ὄψει, φανερῶς» (Σχόλ.), Λατ. palam, Ἰλ. Ε. 374, Φ. 510: ἀλλ᾿ ἐνωπῆς γλήνεα Νικ. Θηρ. 227.
|lstext='''ἐνωπή''': ἡ, (ὤψ) [[πρόσωπον]], [[μορφή]], Ὅμ.· μόνον κατὰ δοτ. ἐνωπῇ, ὡς ἐπίρρ., «ἐν ὄψει, φανερῶς» (Σχόλ.), Λατ. palam, Ἰλ. Ε. 374, Φ. 510: ἀλλ᾿ ἐνωπῆς γλήνεα Νικ. Θηρ. 227.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br />la vue, les yeux ; <i>dat. adv.</i> • ἐνωπῇ IL en face, ouvertement.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[ὤψ]].
}}
}}