καινουργία: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_10)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καινουργία''': ἡ, νεωτερισμὸς ἐν τῇ πολιτείᾳ, ταραχὴ καὶ [[καινουργία]] Ἰσοκρ. 125C, πρβλ. Διον. Ἁλ. π. Ἰσοκρ.
|lstext='''καινουργία''': ἡ, νεωτερισμὸς ἐν τῇ πολιτείᾳ, ταραχὴ καὶ [[καινουργία]] Ἰσοκρ. 125C, πρβλ. Διον. Ἁλ. π. Ἰσοκρ.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />innovation, <i>particul.</i> innovation politique, révolution.<br />'''Étymologie:''' [[καινουργός]].
}}
}}