μενεπτόλεμος: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_17)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μενεπτόλεμος''': -ον, ὁ ἀντέχων ἐν πολέμῳ, καρτερικὸς ἐν μάχῃ, [[εὐσταθής]], [[γενναῖος]], ἐπίθ. τῶν ἡρώων, Ἰλ. Τ. 48, [[μενεπτόλεμος]] [[ἥρως]] Βακχυλ. XVI [XVII], 73, κλ.· - [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἔθνους, Ἰλ. Β. 749, Βακχυλ. V, 126· - ἰσοδύναμον τῷ [[μεναίχμης]], [[μενεδήιος]], μενέχαρμος, κτλ.
|lstext='''μενεπτόλεμος''': -ον, ὁ ἀντέχων ἐν πολέμῳ, καρτερικὸς ἐν μάχῃ, [[εὐσταθής]], [[γενναῖος]], ἐπίθ. τῶν ἡρώων, Ἰλ. Τ. 48, [[μενεπτόλεμος]] [[ἥρως]] Βακχυλ. XVI [XVII], 73, κλ.· - [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἔθνους, Ἰλ. Β. 749, Βακχυλ. V, 126· - ἰσοδύναμον τῷ [[μεναίχμης]], [[μενεδήιος]], μενέχαρμος, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui attend le combat de pied ferme, vaillant, belliqueux.<br />'''Étymologie:''' [[μένω]], [[πτόλεμος]].
}}
}}