3,274,729
edits
(6_4) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δηρός''': -ά, -όν, (πρβλ. δὴν) [[μακρός]], παραπολὺ [[μακρός]], δηρὸν χρόνον, ἐπὶ μακρὸν χρόνον, διὰ πολὺν καιρόν, Ἰλ. Ξ. 206, 305, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 282· συνηθέστερον, δηρὸν (ἐξυπακ. χρόνον), ὡς ἐπίρρ. παρὰ πολύ, μακρὸν χρόνον, Ἰλ. Β. 298, κτλ.· [[οὕτως]], ἐπὶ δηρὸν Ι. 415· [[συχνάκις]] μετ᾿ ἀρνητ., [[οὐδέ]] σέ φημι δηρὸν… ἀλύξειν Κ. 371, πρβλ. Β. 435, κτλ.· ‒ οἱ Τραγ. μεταχειρίζονται μόνον τὸν Δωρ. τύπον δᾱρός, πολὺν δαρόν τε χρόνον Σοφ. Αἴ. 414, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 359, Εὐρ Ι. Τ. 1339· δαρὸν μόνον, Αἰσχύλ. Πρ. 646, 940, Σοφ., κτλ.· πρβλ. [[Ἀθήνη]], κυνηγός, κτλ. | |lstext='''δηρός''': -ά, -όν, (πρβλ. δὴν) [[μακρός]], παραπολὺ [[μακρός]], δηρὸν χρόνον, ἐπὶ μακρὸν χρόνον, διὰ πολὺν καιρόν, Ἰλ. Ξ. 206, 305, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 282· συνηθέστερον, δηρὸν (ἐξυπακ. χρόνον), ὡς ἐπίρρ. παρὰ πολύ, μακρὸν χρόνον, Ἰλ. Β. 298, κτλ.· [[οὕτως]], ἐπὶ δηρὸν Ι. 415· [[συχνάκις]] μετ᾿ ἀρνητ., [[οὐδέ]] σέ φημι δηρὸν… ἀλύξειν Κ. 371, πρβλ. Β. 435, κτλ.· ‒ οἱ Τραγ. μεταχειρίζονται μόνον τὸν Δωρ. τύπον δᾱρός, πολὺν δαρόν τε χρόνον Σοφ. Αἴ. 414, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 359, Εὐρ Ι. Τ. 1339· δαρὸν μόνον, Αἰσχύλ. Πρ. 646, 940, Σοφ., κτλ.· πρβλ. [[Ἀθήνη]], κυνηγός, κτλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ά, όν :<br />de longue durée : ἐπὶ δηρόν <i>ou abs.</i> δηρόν, longtemps <i>ou</i> trop longtemps.<br />'''Étymologie:''' cf. [[δήν]]. | |||
}} | }} |