βαρυδαίμων: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_16)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''βᾰρῠδαίμων''': -ον, γεν. -ονος, = βαρυνόμενος ὑπὸ σκληρᾶς μοίρας, κακότυχος, Ἀλκαῖ. 5, Εὐρ. Ἀλκ. 866, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1102.
|lstext='''βᾰρῠδαίμων''': -ον, γεν. -ονος, = βαρυνόμενος ὑπὸ σκληρᾶς μοίρας, κακότυχος, Ἀλκαῖ. 5, Εὐρ. Ἀλκ. 866, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1102.
}}
{{bailly
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br />dont le sort pèse lourdement, malheureux, infortuné.<br />'''Étymologie:''' [[βαρύς]], [[δαίμων]].
}}
}}