ἑλκτικός: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_10)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἑλκτικός''': -ή, -όν, [[κατάλληλος]] [[ὅπως]] ἑλκύσῃ, [[ἑλκυστικός]], Πλάτ. Πολ. 523Α, Αἰλ. π. Ζ. 17. 6.
|lstext='''ἑλκτικός''': -ή, -όν, [[κατάλληλος]] [[ὅπως]] ἑλκύσῃ, [[ἑλκυστικός]], Πλάτ. Πολ. 523Α, Αἰλ. π. Ζ. 17. 6.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui a la propriété de tirer, d’attirer.<br />'''Étymologie:''' [[ἕλκω]].
}}
}}