κρημνώδης: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_7)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κρημνώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ἀπότομος]], [[ἀπόκρημνος]], Θουκ. 7. 84, κτλ.· τὸ κρημνῶδες τῆς ὄχθης Πλουτ. Τιμολ. 31.
|lstext='''κρημνώδης''': -ες, ([[εἶδος]]) [[ἀπότομος]], [[ἀπόκρημνος]], Θουκ. 7. 84, κτλ.· τὸ κρημνῶδες τῆς ὄχθης Πλουτ. Τιμολ. 31.
}}
{{bailly
|btext=ης, ες :<br />escarpé.<br />'''Étymologie:''' [[κρημνός]], -ωδης.
}}
}}