3,276,901
edits
(6_12) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὔκρᾱτος''': Ἰων. [[εὔκρητος]], ον, ([[κεράννυμι]]) [[καλῶς]] συγκεκερασμένος, Εὐρ. Ἀποσπ. 776· ἀὴρ Πλάτ. Ἀξ. 371D· ὥρα Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 12, 11· εὔκρατον ποιεῖν τὴν θερμότητα ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 2. 7, 9· ἐπὶ χωρῶν, Διόδ. 1. 10· ἐπὶ τῆς εὐκράτου ζώνης, Διογ. Λ. 7. 156· ἐπὶ ὑγρῶν, μετρίας θερμότητος, [[χλιαρός]], Γαλην., κλ.· ἐπὶ οἴνου, μεμιγμένος κατὰ καλὴν ἀναλογίαν καὶ πόσιν, Ἀριστ. Προβλ. 3. 18 [[ὁπόθεν]], εὔκρατον, (ἀπολ.), [[αὐτόθι]] 22: πρβλ. [[ἄκρατος]]. 2) μεταφ., συγκεκερασμένος, [[ἤπιος]], [[ὀλιγαρχία]], ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 6. 6, 1· [[ἦθος]] Μ. Ἀντών. 1. 15· [[Κύπρις]] Ἀνθ. Π. 6. 208. 3) ἐπὶ προσώπων, [[εὐκοινώνητος]], [[εὐπροσήγορος]], εὔκρ· πρὸς ἅπαντας (ἴδε [[εὐκράς]] 3) Ἱππ. 22. 47· - ὡς οὐσιαστ., εὔκρατον, τό, [[ἀφέψημα]] ἐκ πεπέρεως, κυμίνου καὶ ἀνίσου ἐν χρήσει ἐν τοῖς μοναστηρίοις, Σουΐδ. 1716Β (ταὐτὸν τῷ κυμινοθέρμῳ τοῦ Πτωχοπροδρόμου). | |lstext='''εὔκρᾱτος''': Ἰων. [[εὔκρητος]], ον, ([[κεράννυμι]]) [[καλῶς]] συγκεκερασμένος, Εὐρ. Ἀποσπ. 776· ἀὴρ Πλάτ. Ἀξ. 371D· ὥρα Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 12, 11· εὔκρατον ποιεῖν τὴν θερμότητα ὁ αὐτ. π. Ζ. Μορ. 2. 7, 9· ἐπὶ χωρῶν, Διόδ. 1. 10· ἐπὶ τῆς εὐκράτου ζώνης, Διογ. Λ. 7. 156· ἐπὶ ὑγρῶν, μετρίας θερμότητος, [[χλιαρός]], Γαλην., κλ.· ἐπὶ οἴνου, μεμιγμένος κατὰ καλὴν ἀναλογίαν καὶ πόσιν, Ἀριστ. Προβλ. 3. 18 [[ὁπόθεν]], εὔκρατον, (ἀπολ.), [[αὐτόθι]] 22: πρβλ. [[ἄκρατος]]. 2) μεταφ., συγκεκερασμένος, [[ἤπιος]], [[ὀλιγαρχία]], ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 6. 6, 1· [[ἦθος]] Μ. Ἀντών. 1. 15· [[Κύπρις]] Ἀνθ. Π. 6. 208. 3) ἐπὶ προσώπων, [[εὐκοινώνητος]], [[εὐπροσήγορος]], εὔκρ· πρὸς ἅπαντας (ἴδε [[εὐκράς]] 3) Ἱππ. 22. 47· - ὡς οὐσιαστ., εὔκρατον, τό, [[ἀφέψημα]] ἐκ πεπέρεως, κυμίνου καὶ ἀνίσου ἐν χρήσει ἐν τοῖς μοναστηρίοις, Σουΐδ. 1716Β (ταὐτὸν τῷ κυμινοθέρμῳ τοῦ Πτωχοπροδρόμου). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>I.</b> bien mélangé, bien tempéré;<br /><b>II.</b> <i>fig.</i> <b>1</b> bien réglé, modéré ; τὸ εὔκρατον la modération, la mesure;<br /><b>2</b> d’une humeur égale, doux.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[κεράννυμι]]. | |||
}} | }} |