3,273,762
edits
(6_8) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἔκβασις''': -εως, ἡ, ([[ἐκβαίνω]]) [[μέρος]] εἰς ὃ νὰ ἐξέλθῃ τις, ἰδίως ἐκ τῆς θαλάσσης, [[ἔκβασις]] οὔ πῃ φαίνεθ’ ἁλὸς πολιοῖο [[θύραζε]] (ἴδε τὴν λέξιν [[θύραζε]]) Ὀδ. Ε. 410· [[ἔξοδος]], κατὰ τὴν ἔκβασιν τὴν εἰς τὰ... ὄρη Ξεν. Ἀν. 4. 3, 20, πρβλ. 4. 1, 20· περὶ τὰς ἐκβάσεις, περὶ τὰ μέρη τὰ χρησιμεύοντα πρὸς ἀπόβασιν, Πολύβ. 3. 14, 6. 2) [[ἀπόβασις]], [[μάλιστα]] ἐκ πλοίου, ἔκβ. στρατοῦ Αἰσχύλ. Ἱκ. 771· ἄτης ἔκβ., διαφυγὴ ἔκ τινος, Εὐρ. Μήδ. 279. ΙΙ. ἡ [[ἔκβασις]] πράγματος, τὸ [[ἀποτέλεσμα]], Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 147, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 7, 9. | |lstext='''ἔκβασις''': -εως, ἡ, ([[ἐκβαίνω]]) [[μέρος]] εἰς ὃ νὰ ἐξέλθῃ τις, ἰδίως ἐκ τῆς θαλάσσης, [[ἔκβασις]] οὔ πῃ φαίνεθ’ ἁλὸς πολιοῖο [[θύραζε]] (ἴδε τὴν λέξιν [[θύραζε]]) Ὀδ. Ε. 410· [[ἔξοδος]], κατὰ τὴν ἔκβασιν τὴν εἰς τὰ... ὄρη Ξεν. Ἀν. 4. 3, 20, πρβλ. 4. 1, 20· περὶ τὰς ἐκβάσεις, περὶ τὰ μέρη τὰ χρησιμεύοντα πρὸς ἀπόβασιν, Πολύβ. 3. 14, 6. 2) [[ἀπόβασις]], [[μάλιστα]] ἐκ πλοίου, ἔκβ. στρατοῦ Αἰσχύλ. Ἱκ. 771· ἄτης ἔκβ., διαφυγὴ ἔκ τινος, Εὐρ. Μήδ. 279. ΙΙ. ἡ [[ἔκβασις]] πράγματος, τὸ [[ἀποτέλεσμα]], Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 147, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 7, 9. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> débarquement ; <i>fig.</i> action d’échapper à;<br /><b>2</b> chemin pour sortir, issue ; <i>particul.</i> lieu où l’on peut aborder, débarquer.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκβαίνω]]. | |||
}} | }} |