υἱός: Difference between revisions

1,268 bytes added ,  9 August 2017
Bailly1_5
(6_15)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''υἱός''': ὁ, κλίνεται κανονικῶς υἱοῦ, υἱῷ, [[υἱόν]]· - ἀλλὰ καὶ κατὰ τὴν γ΄ κλίσιν ὡς εἰ ὑπῆρχεν ὀνομαστ. *υἱεύς, γεν. υἱέος, δοτ. υἱεῖ· δυϊκ. υἱέε (Λυσί. 156. 4), υἱέοιν· πληθυντ. υἱεῖς, υἱέων, υἱέσι (Σοφ. Ἀντ. 571, Ἀριστοφάν. Νεφ. 1001), υἱεῖς· ἀλλ’ ἡ γεν. υἱέως, καὶ αἱ αἰτιατ. υἱέα, υἱέας, ἀποδοκιμάζονται ὡς μὴ Ἀττικά, εἰ καὶ [[εἶναι]] ἐν χρήσει οἱ τύποι οὗτοι παρὰ μεταγενεστέροις συγγραφεῦσιν ([[οἷον]] Πλουτ. 2. 109C, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 18. 2, 4, Ἀρρ. κλπ., εἰσέφρησαν δὲ καὶ εἰς ἐκδόσεις τοῦ Θουκ. καὶ τοῦ Πλάτ., ἰδὲ Θωμ. Μάγιστρ. σ. 866, Λοβ. εἰς Φρύν. 68· δοτ. πληθ. υἱεῦσι, μνημονευομένη παρ’ Εὐστ. διωρθώθη ἐξ Ἀντιγράφ. ἐν Αἰλ. π. Ζ. 9. 1· γεν. καὶ δοτ. υἱειός, ὑειιῷ ἀπαντῶσιν ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκ.) 3846z 82., -57p- ὁ Ὅμ. ἔχει ὀνομ. [[υἱός]]· γεν. υἱοῦ μόνον ἐν Ὀδ. Χ. 238, ἀλλαχοῦ υἱέος· δοτ. ἀείποτε υἱέϊ ἢ υἱεῖ· αἰτ. υἱέα Ἰλ. Ν. 350, ἀλλαχοῦ δὲ [[πανταχοῦ]] [[υἱόν]]· - πληθ., ὀνομ. ἀείποτε υἱέες ἢ υἱεῖς· γεν. υἱῶν· δοτ. υἱοῖσι Ὀδ. Τ. 418· αἰτ. υἱοὺς διάφ. γραφ. Ἰλ. Ε. 159, ἀλλαχοῦ υἱέας· - παρ’ αὐτῷ δὲ [[εἶναι]] ἐν χρήσει καὶ οἱ τύποι υἷος, υἷι, υἷα, δυϊκ. υἷε ([[ὅπερ]] διαστέλλεται ἀπὸ τῆς κλητ. υἱὲ διὰ τοῦ τονισμοῦ), πληθ. υἷες, [[υἱάσι]], υἷας· - ἀλλ’ οὗτοι οἱ τύποι διαμένουσιν [[ὅλως]] Ἐπικοί. - Ἡ [[κλίσις]] υἱῆος, υἱῆι, υἱῆα, υἱῆες, υἱήεσσι, υἱῆας ἀνήκει ἀποκλειστικῶς εἰς μεταγενεστ. Ἐπικοὺς ποιητάς, [[οἷον]] Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1094, 1119, Ἀνθολ. Π. 8. 88, 9. 23, κλπ. Ἡ ὀνομ. ὑός, ἥτις μνημονεύεται ὡς ὁ προσήκων [[τύπος]] τῶν γραμμ. (Λοβ. εἰς Φρύν. 40), εὕρηται ἐν ἐπιγραφαῖς (πρβλ. [[υἱοθεσία]])· (ἴδε ἐν τέλ.). Οὐδαμοῦ δὲ ἀπαντῶσιν αἱ ὀνομαστικαὶ υἱεύς. υἷις. ὗϊς, υἷς. Ὡς καὶ νῦν, τὸ ἄρρεν [[τέκνον]], κοινῶς «γιός», Λατ. filius, Ὅμ., κλπ., σπανίως παρεμβάλλεται [[μετὰ]] τοῦ ὀνόματος τοῦ πατρός, [[οἷον]] ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 1788, 2694a. 16, 3972 υἱὸν ποιεῖσθαί τινα, υἱοθετεῖν, Αἰσχίν. 32. 3· υἱεῖς ἄνδρες, ἀνδρωθέντες υἱοί, Δημ. 796. 20· - σπανίως ἐπὶ ζῴων, Εὐαγγ. κ. Ματθ. κα΄, 5. 2) περιφρ., υἷες Ἀχαιῶν, ἀντὶ Ἀχαιοί, Ἰλ. Α. 162, κ. ἀλλ.· πρβλ. [[παῖς]] Ι. 3. (Πρβλ. Σανσκρ. su, sû, av-âmi, sâu-mi (gig-io, pari), su-tas, su-nus, Ζενδ. hu-nu (filius)· Γοτθ. su-nus, Λιθ. su-n s, Σκαν. sy-nŭ (Ἀγγλ. son). Πρβλ. [[ὡσαύτως]] φύω, Λατ. filius, Ἰσπαν. hijio. [Ὁ Ὅμ. [[ἐνίοτε]] ἔχει τὴν πρώτην συλλαβὴν βραχεῖαν ἐν θέσει, [[ἔνθα]] [[ἴσως]] ἔδει νὰ διορθωθῇ ὑός· οὐδὲ Δράκοντος υἱὸς Ἰλ. Ζ. 130 Ἀμφιτρύωνος υἱὸς Ὀδ. Λ. 270· Ποδῆς υἱὸς Ἠετίωνος Ἰλ. Ρ. 575, πρβλ. 590· Ἀνθεμίωνος υἱὸν Δ. 473· Σελάγου υἱὸν Ε. 612· Ἕκτορ, υἱὲ Πριάμοιο Η. 47, καὶ Πηλῆος [[υἱός]], Μηκιστῆος [[υἱός]], φαίνονται αἱ ὀρθότεραι γραφαὶ ἐν Ἰλ. Α. 489., Β. 566].
|lstext='''υἱός''': ὁ, κλίνεται κανονικῶς υἱοῦ, υἱῷ, [[υἱόν]]· - ἀλλὰ καὶ κατὰ τὴν γ΄ κλίσιν ὡς εἰ ὑπῆρχεν ὀνομαστ. *υἱεύς, γεν. υἱέος, δοτ. υἱεῖ· δυϊκ. υἱέε (Λυσί. 156. 4), υἱέοιν· πληθυντ. υἱεῖς, υἱέων, υἱέσι (Σοφ. Ἀντ. 571, Ἀριστοφάν. Νεφ. 1001), υἱεῖς· ἀλλ’ ἡ γεν. υἱέως, καὶ αἱ αἰτιατ. υἱέα, υἱέας, ἀποδοκιμάζονται ὡς μὴ Ἀττικά, εἰ καὶ [[εἶναι]] ἐν χρήσει οἱ τύποι οὗτοι παρὰ μεταγενεστέροις συγγραφεῦσιν ([[οἷον]] Πλουτ. 2. 109C, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 18. 2, 4, Ἀρρ. κλπ., εἰσέφρησαν δὲ καὶ εἰς ἐκδόσεις τοῦ Θουκ. καὶ τοῦ Πλάτ., ἰδὲ Θωμ. Μάγιστρ. σ. 866, Λοβ. εἰς Φρύν. 68· δοτ. πληθ. υἱεῦσι, μνημονευομένη παρ’ Εὐστ. διωρθώθη ἐξ Ἀντιγράφ. ἐν Αἰλ. π. Ζ. 9. 1· γεν. καὶ δοτ. υἱειός, ὑειιῷ ἀπαντῶσιν ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. (προσθῆκ.) 3846z 82., -57p- ὁ Ὅμ. ἔχει ὀνομ. [[υἱός]]· γεν. υἱοῦ μόνον ἐν Ὀδ. Χ. 238, ἀλλαχοῦ υἱέος· δοτ. ἀείποτε υἱέϊ ἢ υἱεῖ· αἰτ. υἱέα Ἰλ. Ν. 350, ἀλλαχοῦ δὲ [[πανταχοῦ]] [[υἱόν]]· - πληθ., ὀνομ. ἀείποτε υἱέες ἢ υἱεῖς· γεν. υἱῶν· δοτ. υἱοῖσι Ὀδ. Τ. 418· αἰτ. υἱοὺς διάφ. γραφ. Ἰλ. Ε. 159, ἀλλαχοῦ υἱέας· - παρ’ αὐτῷ δὲ [[εἶναι]] ἐν χρήσει καὶ οἱ τύποι υἷος, υἷι, υἷα, δυϊκ. υἷε ([[ὅπερ]] διαστέλλεται ἀπὸ τῆς κλητ. υἱὲ διὰ τοῦ τονισμοῦ), πληθ. υἷες, [[υἱάσι]], υἷας· - ἀλλ’ οὗτοι οἱ τύποι διαμένουσιν [[ὅλως]] Ἐπικοί. - Ἡ [[κλίσις]] υἱῆος, υἱῆι, υἱῆα, υἱῆες, υἱήεσσι, υἱῆας ἀνήκει ἀποκλειστικῶς εἰς μεταγενεστ. Ἐπικοὺς ποιητάς, [[οἷον]] Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 1094, 1119, Ἀνθολ. Π. 8. 88, 9. 23, κλπ. Ἡ ὀνομ. ὑός, ἥτις μνημονεύεται ὡς ὁ προσήκων [[τύπος]] τῶν γραμμ. (Λοβ. εἰς Φρύν. 40), εὕρηται ἐν ἐπιγραφαῖς (πρβλ. [[υἱοθεσία]])· (ἴδε ἐν τέλ.). Οὐδαμοῦ δὲ ἀπαντῶσιν αἱ ὀνομαστικαὶ υἱεύς. υἷις. ὗϊς, υἷς. Ὡς καὶ νῦν, τὸ ἄρρεν [[τέκνον]], κοινῶς «γιός», Λατ. filius, Ὅμ., κλπ., σπανίως παρεμβάλλεται [[μετὰ]] τοῦ ὀνόματος τοῦ πατρός, [[οἷον]] ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 1788, 2694a. 16, 3972 υἱὸν ποιεῖσθαί τινα, υἱοθετεῖν, Αἰσχίν. 32. 3· υἱεῖς ἄνδρες, ἀνδρωθέντες υἱοί, Δημ. 796. 20· - σπανίως ἐπὶ ζῴων, Εὐαγγ. κ. Ματθ. κα΄, 5. 2) περιφρ., υἷες Ἀχαιῶν, ἀντὶ Ἀχαιοί, Ἰλ. Α. 162, κ. ἀλλ.· πρβλ. [[παῖς]] Ι. 3. (Πρβλ. Σανσκρ. su, sû, av-âmi, sâu-mi (gig-io, pari), su-tas, su-nus, Ζενδ. hu-nu (filius)· Γοτθ. su-nus, Λιθ. su-n s, Σκαν. sy-nŭ (Ἀγγλ. son). Πρβλ. [[ὡσαύτως]] φύω, Λατ. filius, Ἰσπαν. hijio. [Ὁ Ὅμ. [[ἐνίοτε]] ἔχει τὴν πρώτην συλλαβὴν βραχεῖαν ἐν θέσει, [[ἔνθα]] [[ἴσως]] ἔδει νὰ διορθωθῇ ὑός· οὐδὲ Δράκοντος υἱὸς Ἰλ. Ζ. 130 Ἀμφιτρύωνος υἱὸς Ὀδ. Λ. 270· Ποδῆς υἱὸς Ἠετίωνος Ἰλ. Ρ. 575, πρβλ. 590· Ἀνθεμίωνος υἱὸν Δ. 473· Σελάγου υἱὸν Ε. 612· Ἕκτορ, υἱὲ Πριάμοιο Η. 47, καὶ Πηλῆος [[υἱός]], Μηκιστῆος [[υἱός]], φαίνονται αἱ ὀρθότεραι γραφαὶ ἐν Ἰλ. Α. 489., Β. 566].
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />la décl. est régulière : [[υἱός]], υἱοῦ, <i>etc.</i><br />cependant les Att. déclinent comme suit, d’un th. υἱε- : gén. υἱέος, dat. υἱεῖ ; plur. υἱεῖς, υἱέων, υἱέσι, υἱεῖς ; duel υἱέε, υἱέοιν;<br />la déclin. homér. procède de trois thèmes :<br /><b>1</b> du th. υἱο- : [[υἱός]], υἱοῦ, <i>etc.</i><br /><b>2</b> du th. υἱε- : dat. υἱέϊ et υἱεῖ, acc. υἱέα, pl. nom. υἱέες et υἱεῖς, acc. υἱέας;<br /><b>3</b> d’un th. υἱ- : gén. [[υἷος]], dat. [[υἷϊ]], acc. [[υἷα]] ; pl. nom. υἷες, dat. [[υἱάσι]], acc. υἷας ; duel υἷε;<br />fils ; <i>au plur. avec un gén. pour désigner une classe d’hommes</i> υἷες Ἀχαιῶν IL les fils des Achéens, les Grecs ; υἱεῖς ἰατρῶν <i>ou</i> ῥητόρων ATT les fils des médecins <i>ou</i> des orateurs, <i>càd</i> les médecins, les orateurs ; [[υἱός]] <i>est souv. s.-e. dans les désignations de parenté</i> : ὁ [[τοῦ]] Ὀλόρου le fils d’Oloros, <i>càd</i> Thucydide.<br />'''Étymologie:''' R. Συ &gt; Ὑ, mouiller, d’où engendrer ; cf. [[ὕω]].
}}
}}