3,277,119
edits
(6_11) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κραντήρ''': ῆρος, ὁ, ([[κραίνω]]), ὁ ἐπιτελῶν ἢ ἐκτελῶν· ― κραντῆρες, οἱ, Λατ. genuini, οἱ σωφρονιστῆρες ὀδόντες οἱ τελευταῖοι φυόμενοι καὶ συμπληροῦντες τὸν ἀριθμὸν αὐτῶν, Ἀριστ. π. Ζ. Ἱστ. 2. 4, [[Πολυδ]]. Β΄, 93. καλούμενοι καὶ κριτῆρες, κριταί, Ἐτυμ. Μέγ. 742. 37, Ἡσύχ.· [[καθόλου]], ὀδόντες, Νικ. Θ. 447· ἐν τῷ ἑνικ. ὀδοὺς κάπρου, Λυκόφρ. 833. ΙΙ. ὁ κυβερνῶν, [[κυβερνήτης]], μόνον ἐν τῷ θηλ. τύπῳ κράντειρα, Ἀνθ. Πλαν. 220. | |lstext='''κραντήρ''': ῆρος, ὁ, ([[κραίνω]]), ὁ ἐπιτελῶν ἢ ἐκτελῶν· ― κραντῆρες, οἱ, Λατ. genuini, οἱ σωφρονιστῆρες ὀδόντες οἱ τελευταῖοι φυόμενοι καὶ συμπληροῦντες τὸν ἀριθμὸν αὐτῶν, Ἀριστ. π. Ζ. Ἱστ. 2. 4, [[Πολυδ]]. Β΄, 93. καλούμενοι καὶ κριτῆρες, κριταί, Ἐτυμ. Μέγ. 742. 37, Ἡσύχ.· [[καθόλου]], ὀδόντες, Νικ. Θ. 447· ἐν τῷ ἑνικ. ὀδοὺς κάπρου, Λυκόφρ. 833. ΙΙ. ὁ κυβερνῶν, [[κυβερνήτης]], μόνον ἐν τῷ θηλ. τύπῳ κράντειρα, Ἀνθ. Πλαν. 220. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆρος (ὁ) :<br /><b>I.</b> qui achève, qui accomplit ; chef ORPH;<br /><b>II.</b> <i>subst.</i> <b>1</b> [[οἱ]] κραντῆρες dents machelières, dents de sagesse ; dents <i>en gén.</i><br /><b>2</b> défense de sanglier.<br />'''Étymologie:''' [[κραίνω]].<br /><i><b>Syn.</b></i> 2) [[στόρθυγξ]], [[χαυλιόδων]]. | |||
}} | }} |