ἀπολαμβάνω: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_13a)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπολαμβάνω''': μέλλ. -λήψομαι, παρ’ Ἡροδ. [[λάμψομαι]], 3. 146., 9. 38· πρκμ. Ἀττ. ἀπείληφα, παθ. ἀπείλημμαι, Ἰων. ἀπολέλαμμαι, ἐνεργ. ἀόρ. β΄ ἀπέλαβον, ἀλλὰ παθ. ἀόρ. α΄ ἀπελήφθην, Ἰων. ἀπελάμφθην Ἡρόδ. Λαμβάνω παρ’ ἄλλου (ἀντιστοιχοῦν τῷ ἀποδιδόναι), Πλάτ. Πολ. 332B· [[παρά]] τινος Θουκ. 5. 30· ἀπ. τοῦ βίου χρηστὸν Πλούτ. 2. 258Β: ― [[λαμβάνω]] τὸ ὀφειλόμενόν μοι, μισθὸν Ἡρόδ. 8. 137· ἀπ. τὸν ὀφειλόμενον μισθὸν Ξεν. Ἀν. 7. 7, 14· ἀπ. τὴν σὴν ξυνάορον Εὐρ. Ὀρ. 654· τὰ χρήματα Ἀριστοφ. Νεφ. 1274· τὰ παρὰ τοῦ πατρὸς Ἀντιφάν. ἐν «Νεοττίδι» 2· ἀπ. [[χρέα]], πληρώνομαι τὰ χρεωστούμενα, Ἀνδοκ. 25. 20· ὑπόσχεσιν [[παρά]] τινος ἀπολ. Ξεν. Συμπ. 3. 3· τὰ δίκαια Αἰσχίν. 27.36· ― Ἐν [[ταύτῃ]] τῇ σημασίᾳ ἀντιτίθεται τῷ [[λαμβάνω]], Ἐπιστ. Φιλίππου πᾳρὰ Δημ. 162. 17· πρβλ. 78. 3· ἀπ. ὅρκους, [[δέχομαι]] αὐτοὺς προσφερομένους, Δημ. 59. 11., 234. 10· ἴδε ἐν λ. [[ὅρκος]]. 2) ἀφαιρῶ, [[λαμβάνω]] [[μέρος]] πράγματός τινος, Θουκ. 6. 87, Πλάτ. Ἱππ. Ἐλ. 369Β 3) ἀφαιρῶ, Πολύβ. 22. 26, 8 και 17 4) ακούω ἢ [[μανθάνω]], ὡς τὸ λατ. accipio, Πλάτ. Πολ. 614A, Αἰσχίν. 27. 36. ΙΙ. [[λαμβάνω]] [[ὀπίσω]], ἀνακτῶμαι, τὴν τυραννίδα, τὴν πόλιν Ἡρόδ. 1. 61., 2. 119., 3. 146, κ. ἀλλ.· τὴν ἡγεμονίαν Ἰσοκρ. 44Ε· τὴν αὐτὴν εὐεργεσίαν ὁ αὐτ. 307Δ. 2) ἔχω [[δικαίωμα]] ν’ ἀπαιτήσω καὶ νὰ [[λάβω]], ἵν’ ἡ [[πόλις]] ἔχῃ ὑπεύθυνα σώματα παρ’ ὧν ἔμελλε τῶν ἀνηλωμένων λόγον ἀπολήψεσθαι Αἰσχίν. κ. Κτησιφ. 8. 6. ΙΙΙ. [[λαμβάνω]] τινὰ ἢ ὁδηγῶ εἰς παράμερον [[μέρος]], καλέσας Ὑστάσπεα καὶ ἀπολαβὼν μοῦνον εἶπε, καὶ λαβὼν αὐτὸν κατ’ ἰδίαν μόνον εἶπε, Ἡρόδ. 1. 209· αὐτὸν μόνον Ἀριστοφ. Βάτρ. 78· μὴ [[μόνος]] τὸ χρηστὸν ἀπολαβὼν ἔχε Εὐρ. Ὀρ. 451· ἀπολαβὼν σκόπει, λαβὼν αὐτὸ κατ’ ἰδίαν, Πλάτ. Γοργ. 495E· τὴν εὐδαίμονα πλάττομεν [πόλιν] οὐκ ἀπολαβόντες, ἀλλ’ ὅλην, μὴ λαβόντες [[μέρος]] αὐτῆς μόνον, ἀλλὰ θεωρήσαντες αὐτὴν ἐν συνόλῳ, ὁ αὐτ. Πολ. 420C, πρβλ. 392E. IV. [[ἀποκλείω]], [[ἐμποδίζω]], σταματῶ, λέγων ὡς ἀπολάμψοιτο συχνοὺς Ἡρόδ. 9. 38· ἀπ. τείχει, διὰ τείχους [[διακόπτω]], [[ἀποκλείω]], Θουκ. 4. 102, πρβλ. 1, 7, κτλ· ἀπ. [[εἴσω]], [[ἐγκλείω]], [[ἀποκλείω]] [[ἐντός]], ὁ αὐτ. 1. 134· ἐπὶ ἐναντίων ἀνέμων, [[ὅταν]] τύχωσιν οἱ ἄνεμοι ἀπολαβόντες αὐτοὺς Πλάτ. Φαίδων 58C· κἂν ἄνεμοι τὴν ναῦν ἀπολάβωσιν Φιλόστρ. 741· τὴν ἀναπνοήν ἀπ. τινος, [[ἐμποδίζω]] τὴν ἀναπνοήν τινος, [[πνίγω]] αὐτόν, Πλουτ. Ρωμ. 27· ἀπ. τῶν σιτίων, [[ἀποκλείω]] τῆς τροφῆς, [[ἐμποδίζω]] τινὰ νὰ φάγῃ, Ἱππ. 104Α: ― [[συχνάκις]] ἐν τῷ παθ., ὑπ’ ἀνέμων ἀπολαμφθέντες, ἐμποδισθέντες ὑπὸ ἐναντίων ἀν., Ἡρόδ. 2. 115., 9. 114· ὑπὸ ἀπλοίας Θουκ. 6. 22· νόσῳ καὶ χειμῶνι καὶ πολέμοις ἀποληφθεὶς Δημ. 98. 25· ἐν ὀλίγῳ ἀπολαμφθέντες Ἡρόδ. 8. 11· ἀπολαμφθέντες [[πάντοθεν]] ὁ αὐτ. 5. 101· ἐν τῇ νήσῳ ὁ αὐτ. 8. 70. 76, πρβλ. 97, 108· ἐμπλέκομαι, ἐν τοῖς ἰδίοις λόγοις ἀπ. Πλάτ. Εὐθύδ. 305D· ἐν τούτῳ τῷ κακῷ ὁ αὐτ. Γοργ. 522Α. ― [[οὕτως]] ἐπὶ τοῦ ῥοῦ, τῆς φορᾶς τοῦ αἵματος, σταματῶμαι, Ἱππ. π. Ἀγμ. 754· κοιλίη, [[κύστις]] ἀπολελαμμένη ὁ αὐτ. Προρρ. 74Β, 77Β, κτλ. ― [[λέξις]] τοῦ πεζοῦ λόγου, ἀλλ' εὕρηται παρ’ Εὐρ. καὶ Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 305-308.
|lstext='''ἀπολαμβάνω''': μέλλ. -λήψομαι, παρ’ Ἡροδ. [[λάμψομαι]], 3. 146., 9. 38· πρκμ. Ἀττ. ἀπείληφα, παθ. ἀπείλημμαι, Ἰων. ἀπολέλαμμαι, ἐνεργ. ἀόρ. β΄ ἀπέλαβον, ἀλλὰ παθ. ἀόρ. α΄ ἀπελήφθην, Ἰων. ἀπελάμφθην Ἡρόδ. Λαμβάνω παρ’ ἄλλου (ἀντιστοιχοῦν τῷ ἀποδιδόναι), Πλάτ. Πολ. 332B· [[παρά]] τινος Θουκ. 5. 30· ἀπ. τοῦ βίου χρηστὸν Πλούτ. 2. 258Β: ― [[λαμβάνω]] τὸ ὀφειλόμενόν μοι, μισθὸν Ἡρόδ. 8. 137· ἀπ. τὸν ὀφειλόμενον μισθὸν Ξεν. Ἀν. 7. 7, 14· ἀπ. τὴν σὴν ξυνάορον Εὐρ. Ὀρ. 654· τὰ χρήματα Ἀριστοφ. Νεφ. 1274· τὰ παρὰ τοῦ πατρὸς Ἀντιφάν. ἐν «Νεοττίδι» 2· ἀπ. [[χρέα]], πληρώνομαι τὰ χρεωστούμενα, Ἀνδοκ. 25. 20· ὑπόσχεσιν [[παρά]] τινος ἀπολ. Ξεν. Συμπ. 3. 3· τὰ δίκαια Αἰσχίν. 27.36· ― Ἐν [[ταύτῃ]] τῇ σημασίᾳ ἀντιτίθεται τῷ [[λαμβάνω]], Ἐπιστ. Φιλίππου πᾳρὰ Δημ. 162. 17· πρβλ. 78. 3· ἀπ. ὅρκους, [[δέχομαι]] αὐτοὺς προσφερομένους, Δημ. 59. 11., 234. 10· ἴδε ἐν λ. [[ὅρκος]]. 2) ἀφαιρῶ, [[λαμβάνω]] [[μέρος]] πράγματός τινος, Θουκ. 6. 87, Πλάτ. Ἱππ. Ἐλ. 369Β 3) ἀφαιρῶ, Πολύβ. 22. 26, 8 και 17 4) ακούω ἢ [[μανθάνω]], ὡς τὸ λατ. accipio, Πλάτ. Πολ. 614A, Αἰσχίν. 27. 36. ΙΙ. [[λαμβάνω]] [[ὀπίσω]], ἀνακτῶμαι, τὴν τυραννίδα, τὴν πόλιν Ἡρόδ. 1. 61., 2. 119., 3. 146, κ. ἀλλ.· τὴν ἡγεμονίαν Ἰσοκρ. 44Ε· τὴν αὐτὴν εὐεργεσίαν ὁ αὐτ. 307Δ. 2) ἔχω [[δικαίωμα]] ν’ ἀπαιτήσω καὶ νὰ [[λάβω]], ἵν’ ἡ [[πόλις]] ἔχῃ ὑπεύθυνα σώματα παρ’ ὧν ἔμελλε τῶν ἀνηλωμένων λόγον ἀπολήψεσθαι Αἰσχίν. κ. Κτησιφ. 8. 6. ΙΙΙ. [[λαμβάνω]] τινὰ ἢ ὁδηγῶ εἰς παράμερον [[μέρος]], καλέσας Ὑστάσπεα καὶ ἀπολαβὼν μοῦνον εἶπε, καὶ λαβὼν αὐτὸν κατ’ ἰδίαν μόνον εἶπε, Ἡρόδ. 1. 209· αὐτὸν μόνον Ἀριστοφ. Βάτρ. 78· μὴ [[μόνος]] τὸ χρηστὸν ἀπολαβὼν ἔχε Εὐρ. Ὀρ. 451· ἀπολαβὼν σκόπει, λαβὼν αὐτὸ κατ’ ἰδίαν, Πλάτ. Γοργ. 495E· τὴν εὐδαίμονα πλάττομεν [πόλιν] οὐκ ἀπολαβόντες, ἀλλ’ ὅλην, μὴ λαβόντες [[μέρος]] αὐτῆς μόνον, ἀλλὰ θεωρήσαντες αὐτὴν ἐν συνόλῳ, ὁ αὐτ. Πολ. 420C, πρβλ. 392E. IV. [[ἀποκλείω]], [[ἐμποδίζω]], σταματῶ, λέγων ὡς ἀπολάμψοιτο συχνοὺς Ἡρόδ. 9. 38· ἀπ. τείχει, διὰ τείχους [[διακόπτω]], [[ἀποκλείω]], Θουκ. 4. 102, πρβλ. 1, 7, κτλ· ἀπ. [[εἴσω]], [[ἐγκλείω]], [[ἀποκλείω]] [[ἐντός]], ὁ αὐτ. 1. 134· ἐπὶ ἐναντίων ἀνέμων, [[ὅταν]] τύχωσιν οἱ ἄνεμοι ἀπολαβόντες αὐτοὺς Πλάτ. Φαίδων 58C· κἂν ἄνεμοι τὴν ναῦν ἀπολάβωσιν Φιλόστρ. 741· τὴν ἀναπνοήν ἀπ. τινος, [[ἐμποδίζω]] τὴν ἀναπνοήν τινος, [[πνίγω]] αὐτόν, Πλουτ. Ρωμ. 27· ἀπ. τῶν σιτίων, [[ἀποκλείω]] τῆς τροφῆς, [[ἐμποδίζω]] τινὰ νὰ φάγῃ, Ἱππ. 104Α: ― [[συχνάκις]] ἐν τῷ παθ., ὑπ’ ἀνέμων ἀπολαμφθέντες, ἐμποδισθέντες ὑπὸ ἐναντίων ἀν., Ἡρόδ. 2. 115., 9. 114· ὑπὸ ἀπλοίας Θουκ. 6. 22· νόσῳ καὶ χειμῶνι καὶ πολέμοις ἀποληφθεὶς Δημ. 98. 25· ἐν ὀλίγῳ ἀπολαμφθέντες Ἡρόδ. 8. 11· ἀπολαμφθέντες [[πάντοθεν]] ὁ αὐτ. 5. 101· ἐν τῇ νήσῳ ὁ αὐτ. 8. 70. 76, πρβλ. 97, 108· ἐμπλέκομαι, ἐν τοῖς ἰδίοις λόγοις ἀπ. Πλάτ. Εὐθύδ. 305D· ἐν τούτῳ τῷ κακῷ ὁ αὐτ. Γοργ. 522Α. ― [[οὕτως]] ἐπὶ τοῦ ῥοῦ, τῆς φορᾶς τοῦ αἵματος, σταματῶμαι, Ἱππ. π. Ἀγμ. 754· κοιλίη, [[κύστις]] ἀπολελαμμένη ὁ αὐτ. Προρρ. 74Β, 77Β, κτλ. ― [[λέξις]] τοῦ πεζοῦ λόγου, ἀλλ' εὕρηται παρ’ Εὐρ. καὶ Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ. Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 305-308.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> [[ἀπολήψομαι]], <i>ao.2</i> ἀπέλαβον, <i>pf.</i> [[ἀπείληφα]];<br /><i>Pass. ao.</i> [[ἀπελήφθην]], <i>pf.</i> [[ἀπείλημμαι]];<br /><b>I.</b> ([[ἀπό]] en venant de, de);<br /><b>1</b> recevoir en échange, en retour : μισθόν un salaire ; χάριν des témoignages de reconnaissance;<br /><b>2</b> recouvrer : τὴν τυραννίδα HDT la royauté;<br /><b>II.</b> ([[ἀπό]] hors de, loin de, en séparant);<br /><b>1</b> prendre à part : τινα μοῦνον HDT prendre qqn seul à part;<br /><b>2</b> écarter, détourner ; <i>Pass.</i> être détourné (de sa route) : ὑπ’ ἀνέμων HDT par les vents;<br /><b>3</b> séparer, intercepter : τὴν ἀναπνοήν τινος PLUT étouffer <i>ou</i> étrangler qqn ; ἀπ. τινά arrêter qqn dans sa marche ; ἀπολαμφθέντες ὑπ’ ἀπλοίας THC arrêtés dans leur marche par l’impossibilité de naviguer ; ἀπολαμφθέντες [[πάντοθεν]] HDT cernés de tous côtés ; ἀπολαμβάνειν τείχει THC isoler par une muraille;<br /><b>4</b> cesser de prendre <i>ou</i> de tenir ; laisser en repos, lâcher : τὴν ἡγεμονίαν ISOCR abandonner la prépondérance.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[λαμβάνω]].
}}
}}