ἁρμολογέω: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_20)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἁρμολογέω''': συναρμολογῶ, [[συναρμόζω]], [[κατασκευάζω]], τάφον Ἀνθ. Π. 7. 554: - Παθ., ἕκαστον τῶν ζῳδίων οὐ συνεχές ἐστι [[σῶμα]], οὐδ’ [[ὥσπερ]] ἡρμολογημένον τῷ πρό [[ἑαυτοῦ]], συνηρμολογημένον, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 5. 78· πρβλ. [[συναρμολογέω]].
|lstext='''ἁρμολογέω''': συναρμολογῶ, [[συναρμόζω]], [[κατασκευάζω]], τάφον Ἀνθ. Π. 7. 554: - Παθ., ἕκαστον τῶν ζῳδίων οὐ συνεχές ἐστι [[σῶμα]], οὐδ’ [[ὥσπερ]] ἡρμολογημένον τῷ πρό [[ἑαυτοῦ]], συνηρμολογημένον, Σέξτ. Ἐμπ. Μ. 5. 78· πρβλ. [[συναρμολογέω]].
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />arranger, organiser.<br />'''Étymologie:''' [[ἁρμός]], [[λέγω]]².
}}
}}