ἀπροφάσιστος: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_3)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπροφάσιστος''': [ᾰ], -ον, ὁ μηδεμίαν πρόφασιν προβάλλων, ὁ [[ἄνευ]] προφάσεως, [[προθυμία]] Θουκ. 6. 83· [[εὔνοια]] Λυσ. παρὰ Σουΐδ.· σύμμαχοι Ξεν. Κύρ. 2. 4, 10· συνεραστὴς Τιμοκλῆς ἐν «Δρακοντίῳ» 1. 6. - Ἐπίρρ. -τως, [[ἄνευ]] προφάσεως, Θουκ. 1. 49, κτλ.: τιμίως εἰλικρινῶς, ὁ αὐτ. 6. 72: -ἐν Εὐρ. Βάκχ. 1002 ἡ [[λέξις]] φαίνεται ἐφθαρμένη.
|lstext='''ἀπροφάσιστος''': [ᾰ], -ον, ὁ μηδεμίαν πρόφασιν προβάλλων, ὁ [[ἄνευ]] προφάσεως, [[προθυμία]] Θουκ. 6. 83· [[εὔνοια]] Λυσ. παρὰ Σουΐδ.· σύμμαχοι Ξεν. Κύρ. 2. 4, 10· συνεραστὴς Τιμοκλῆς ἐν «Δρακοντίῳ» 1. 6. - Ἐπίρρ. -τως, [[ἄνευ]] προφάσεως, Θουκ. 1. 49, κτλ.: τιμίως εἰλικρινῶς, ὁ αὐτ. 6. 72: -ἐν Εὐρ. Βάκχ. 1002 ἡ [[λέξις]] φαίνεται ἐφθαρμένη.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui ne cherche pas de prétexte, qui ne recule pas.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[προφασίζομαι]].
}}
}}