ἀρίσημος: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_15)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀρίσημος''': -ον, ([[σῆμα]]) [[λίαν]] [[φανερός]], ἀξιοσημείωτος, [[περιφανής]], ἀρίσημα δὲ ἔργα τέτυκτο Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 12· καὶ [[τύμβος]] καὶ παῖδες ἐν ἀνθρώποις ἀρίσημοι Τυρταῖος 9. 29· [[εἰκών]], Συλλ. Ἐπιγρ. 5362b. ΙΙ. [[σφόδρα]] [[ἐναργής]], ὀρατός, [[τρίβος]] Θεόκρ. 25. 158. - Ἐπίρρ. -μως Ἡλιόδ. 6. 14.
|lstext='''ἀρίσημος''': -ον, ([[σῆμα]]) [[λίαν]] [[φανερός]], ἀξιοσημείωτος, [[περιφανής]], ἀρίσημα δὲ ἔργα τέτυκτο Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 12· καὶ [[τύμβος]] καὶ παῖδες ἐν ἀνθρώποις ἀρίσημοι Τυρταῖος 9. 29· [[εἰκών]], Συλλ. Ἐπιγρ. 5362b. ΙΙ. [[σφόδρα]] [[ἐναργής]], ὀρατός, [[τρίβος]] Θεόκρ. 25. 158. - Ἐπίρρ. -μως Ἡλιόδ. 6. 14.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> notable, remarquable;<br /><b>2</b> tout à fait visible.<br />'''Étymologie:''' ἀρι-, [[σῆμα]].
}}
}}