αὐστηρός: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_4)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''αὐστηρός''': -ά, -όν, (αὔω, [[ξηραίνω]]) ὁ καθιστῶν τὴν γλῶσσαν ξηρὰν καὶ τραχεῖαν, [[τραχύς]], [[δριμύς]], [[πικρός]], [[ὕδωρ]] Πλάτ. Φίλ. 61C, πρβλ. Τίμ. 65D· [[οἶνος]] αὐστ., κατ΄ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ γλυκὺς Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 392, π. Ἀγμ. 770, Ἀριστ. Πρβλ. 3. 13· ὀσμὴ ὁ αὐτ. περὶ Ψυχ. 2. 9, 5: - αὐστηρίζων, ὡς εἰ ἐκ ῥήμ. αὐστηρίζω, ἀπαντᾷ ἐν τοῖς τοῦ Ermerins Ἰατρικοῖς Ἀνεκδότοις 235. 2) μεταφ. ὡς τὸ Λατ. austerus, [[τραχύς]], [[στρυφνός]], [[δύσκολος]], ποιητὴς Πλάτ. Πολ. 398Α· σοβαρὸς [[ἀκόμψευτος]], [[πραγματεία]] Πολύβ. 9. 1, 2, πρβλ. Διον. Ἁλ. π. Δημ. 47· γυμνάδος αὐστηρὸν.. πόνον Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 201. β) ἐπὶ ἠθ. ἐννοίας, [[τραχύς]], [[χαλεπός]], [[σκληρός]], αὐ. καὶ [[αὐθάδης]] Διον. Ἁλ. 6. 27, πρβλ. Εὐαγγ. κ. Λουκ. 19. 21: - Ἐπιρρ. -ρῶς Διον. Ἁλ. π. Δημ. 55, κτλ.
|lstext='''αὐστηρός''': -ά, -όν, (αὔω, [[ξηραίνω]]) ὁ καθιστῶν τὴν γλῶσσαν ξηρὰν καὶ τραχεῖαν, [[τραχύς]], [[δριμύς]], [[πικρός]], [[ὕδωρ]] Πλάτ. Φίλ. 61C, πρβλ. Τίμ. 65D· [[οἶνος]] αὐστ., κατ΄ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ γλυκὺς Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 392, π. Ἀγμ. 770, Ἀριστ. Πρβλ. 3. 13· ὀσμὴ ὁ αὐτ. περὶ Ψυχ. 2. 9, 5: - αὐστηρίζων, ὡς εἰ ἐκ ῥήμ. αὐστηρίζω, ἀπαντᾷ ἐν τοῖς τοῦ Ermerins Ἰατρικοῖς Ἀνεκδότοις 235. 2) μεταφ. ὡς τὸ Λατ. austerus, [[τραχύς]], [[στρυφνός]], [[δύσκολος]], ποιητὴς Πλάτ. Πολ. 398Α· σοβαρὸς [[ἀκόμψευτος]], [[πραγματεία]] Πολύβ. 9. 1, 2, πρβλ. Διον. Ἁλ. π. Δημ. 47· γυμνάδος αὐστηρὸν.. πόνον Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 201. β) ἐπὶ ἠθ. ἐννοίας, [[τραχύς]], [[χαλεπός]], [[σκληρός]], αὐ. καὶ [[αὐθάδης]] Διον. Ἁλ. 6. 27, πρβλ. Εὐαγγ. κ. Λουκ. 19. 21: - Ἐπιρρ. -ρῶς Διον. Ἁλ. π. Δημ. 55, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=ά, όν :<br /><b>1</b> sec, rude, âcre;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> rigide, sévère, austère;<br /><i>Sp.</i> αὐστηρότατος.<br />'''Étymologie:''' *αὐστός, adj. verb. de [[αὔω]].
}}
}}