Anonymous

ἄφλαστον: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_21)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄφλαστον''': τό, Λατ. aplustre, ἡ [[καμπύλη]] [[πρύμνα]] τοῦ πλοίου [[μετὰ]] τῶν ἑαυτῆς κοσμημάτων, Ἰλ. 15. 717, πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1089· κατὰ πληθ. ἐπὶ ἑνὸς πλοίου, Ἡρόδ. 6, 114.
|lstext='''ἄφλαστον''': τό, Λατ. aplustre, ἡ [[καμπύλη]] [[πρύμνα]] τοῦ πλοίου [[μετὰ]] τῶν ἑαυτῆς κοσμημάτων, Ἰλ. 15. 717, πρβλ. Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1089· κατὰ πληθ. ἐπὶ ἑνὸς πλοίου, Ἡρόδ. 6, 114.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />extrémité de l’arrière d’un navire.<br />'''Étymologie:''' cf. <i>lat.</i> aplustre.
}}
}}