3,274,216
edits
(6_16) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἄφιππος''': -ον, [[ἀνεπιτήδειος]], [[ἀκατάλληλος]] πρὸς ἱππασίαν, Ξεν. Ἑλλ. 3. 4, 12, πρβλ. Πλουτ. Ἀντών. 47. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ὁ ἀπείρως ἔχων ἱππικῆς, ὁ μὴ ἐπιστάμενος ἱππεύειν, ἀντίθετον τῷ [[ἱππικός]], Πλάτ. Πρωτ. 350Α, Πολ. 335C. 2) ἐπὶ στρατοῦ, [[ἄνευ]] ἱππικοῦ, Πολύαιν. 4. 6, 6. | |lstext='''ἄφιππος''': -ον, [[ἀνεπιτήδειος]], [[ἀκατάλληλος]] πρὸς ἱππασίαν, Ξεν. Ἑλλ. 3. 4, 12, πρβλ. Πλουτ. Ἀντών. 47. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ὁ ἀπείρως ἔχων ἱππικῆς, ὁ μὴ ἐπιστάμενος ἱππεύειν, ἀντίθετον τῷ [[ἱππικός]], Πλάτ. Πρωτ. 350Α, Πολ. 335C. 2) ἐπὶ στρατοῦ, [[ἄνευ]] ἱππικοῦ, Πολύαιν. 4. 6, 6. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui ne sait pas monter à cheval;<br /><b>2</b> peu propre aux manœuvres de cavalerie (terrain, pays, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ἵππος]]. | |||
}} | }} |