ἄφιππος: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_16)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἄφιππος''': -ον, [[ἀνεπιτήδειος]], [[ἀκατάλληλος]] πρὸς ἱππασίαν, Ξεν. Ἑλλ. 3. 4, 12, πρβλ. Πλουτ. Ἀντών. 47. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ὁ ἀπείρως ἔχων ἱππικῆς, ὁ μὴ ἐπιστάμενος ἱππεύειν, ἀντίθετον τῷ [[ἱππικός]], Πλάτ. Πρωτ. 350Α, Πολ. 335C. 2) ἐπὶ στρατοῦ, [[ἄνευ]] ἱππικοῦ, Πολύαιν. 4. 6, 6.
|lstext='''ἄφιππος''': -ον, [[ἀνεπιτήδειος]], [[ἀκατάλληλος]] πρὸς ἱππασίαν, Ξεν. Ἑλλ. 3. 4, 12, πρβλ. Πλουτ. Ἀντών. 47. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ὁ ἀπείρως ἔχων ἱππικῆς, ὁ μὴ ἐπιστάμενος ἱππεύειν, ἀντίθετον τῷ [[ἱππικός]], Πλάτ. Πρωτ. 350Α, Πολ. 335C. 2) ἐπὶ στρατοῦ, [[ἄνευ]] ἱππικοῦ, Πολύαιν. 4. 6, 6.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui ne sait pas monter à cheval;<br /><b>2</b> peu propre aux manœuvres de cavalerie (terrain, pays, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ἵππος]].
}}
}}