ἀφορμίζομαι: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_23)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀφορμίζομαι''': λύω τὰ πλοῖά μου ἀπὸ τοῦ λιμένος, [[κάμνω]] [[ὥστε]] να ἐκπλεύσωσιν, Ἀγάμεμνον, οὐ μὴ [[ναῦς]] ἀφορμίσῃ χθονὸς πρὶν ἂν κτλ. Εὐρ. Ι. Τ. 18, [[ἔνθα]] [[ὅμως]], ἀφορμήσῃ (ἢ -ει) ἐκ τοῦ [[ἀφορμάω]], [[εἶναι]] ἡ πιθανὴ γραφή.
|lstext='''ἀφορμίζομαι''': λύω τὰ πλοῖά μου ἀπὸ τοῦ λιμένος, [[κάμνω]] [[ὥστε]] να ἐκπλεύσωσιν, Ἀγάμεμνον, οὐ μὴ [[ναῦς]] ἀφορμίσῃ χθονὸς πρὶν ἂν κτλ. Εὐρ. Ι. Τ. 18, [[ἔνθα]] [[ὅμως]], ἀφορμήσῃ (ἢ -ει) ἐκ τοῦ [[ἀφορμάω]], [[εἶναι]] ἡ πιθανὴ γραφή.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. ao. sbj. 2ᵉ sg.</i> ἀφορμίσῃ;<br />faire sortir du port (ses vaisseaux).<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ὁρμίζω]].
}}
}}